Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Ο Χάρος σας εύχεται

Ξέρεις πού βρίσκομαι. Ανάσκελα στην πλώρη καπνίζοντας τσιγάρα. Κοιτάζοντας τα άστρα. Μουσική στη διαπασών.

Ένα χαμένο αεροπλάνο. Ένα τραυματισμένο πλοίο. Μια δηλητηριώδης πολιτική σκηνή. Είχα υποσχεθεί να μην ασχοληθώ ξανά με τους θνητούς πολιτικούς σας, μα δεν μπορώ. Ίσως να φταίει η σκοτεινή μου φύση. Το ότι τα βλέπω όλα τόσο μαύρα.

Δεν ξέρω πού θα σας οδηγήσουν όλα αυτά. Άλλοι πανηγυρίσατε. Άλλοι κουνήσατε αποδοκιμαστικά το κεφάλι. Άλλοι θρηνήσατε για την κατάντια του κράτους, για την κατάντια του συστήματος και του εαυτού σας. Άλλοι απλώς τα προσπεράσατε για μία ακόμη φορά. 

Δεν μπορώ να πω ότι δεν σας καταλαβαίνω. Η ζωή συνεχίζεται… με τα άσχημα και τα καλά της. Απλώς μερικές φορές νιώθω την απογοήτευση. Χρόνο στο χρόνο. Και ξέρεις; Όταν ζεις για πάντα, ένας χρόνος μοιάζει σταγόνα στον ωκεανό. Μα όταν τις ενώσεις, γίνονται ωκεανός ολάκερος.

Θέλω να σας ευχηθώ υγεία. Να σας ευχηθώ γαλήνη. Ευτυχία. Σύνεση και αγάπη. Μα ξέρω ότι είναι ανέφικτο να σας συμβούν όλα αυτά ταυτοχρόνως. Η ομορφιά του παράδοξου και του ακατόρθωτου είναι αυτό που μας στοιχειώνει όλους. 

Χαζεύοντας μια παλιά ταινία του γερο-παραμυθά Disney, δεν μπόρεσα να μην ανατριχιάσω στους στίχους της εισαγωγής από τον καλόκαρδο, πλανόδιο πολυτεχνίτη Bert. Κάθε φορά που το ακούω, ενώ στην ταινία προμηνύει τον ερχομό ενός υπέροχου και συναρπαστικού πλάσματος, εμένα πάντα μου σφίγγει θλιβερά την ψυχή για την κρυφή αλήθεια των στίχων του:

“Winds in the east, mist coming.
Like somethin’ is brewin’ and ‘bout to begin.
Can’t put me finger on what lies in store,
But I fear what’s to happen all happened before.”


Καλή σας χρονιά.


Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.


Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Ο Χάρος και το γράμμα στον Άγιο Βασίλη

Στον ελεύθερο χρόνο μου αυτές τις μέρες, βοηθάω τον Ερμή στη διαλογή των γραμμάτων των παιδιών προς τον Άγιο Βασίλη. Μη με ρωτάτε μαλακίες: φυσικά και υπάρχει!
Είναι υπέροχο να διαβάζεις τα γράμματα τους. Πότε άμεσα να ζητούν τα δώρα τους. Πότε τρυφερά να κάνουν ευχές για αγαπημένους τους ή για άλλους ανθρώπους. Μα πάνω από όλα ειλικρινή. Επειδή τα παιδιά κατέχουν τις καρδιές των αληθινών πιστών (μην το μπερδεύετε με τους θρησκευόμενους, γιατί είστε φάουλ). 
Χασκογελούσα με το γράμμα ενός μπόμπιρα που επιθυμούσε το ξύλινο αλογάκι που ζήτησε να μην κάνει κακά μέσα στο σπίτι, γιατί θα το μαλώσει η μαμά του, όταν έπεσα πάνω σε ένα γράμμα με καθαρά, σταράτα γράμματα από ένα συνηθισμένο μπλε στυλό. Δεν θα το σχολιάσω, ούτε  θα το χαρακτηρίσω. Απλά διαβάστε το.

Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,
Δεν θα σου γράψω ούτε για να ζητήσω δώρο, ούτε για να ζητήσω τα σπασμένα για μία ακόμη σκατένια χρονιά που πέρασε. Βλέπεις ποτέ δεν μου άρεσε να κατηγορώ αθώους για τα δικά μου προβλήματα, ή για τα προβλήματα των υπόλοιπων.
Δεν φταις εσύ που μπορεί να χρωστάω στην εφορία και το τεβε. 
Δεν φταις εσύ που δεν μπορώ να πάω διακοπές. 
Δεν φταις εσύ που δεν μπορώ να βγάλω τα απαραίτητα για να ζήσω αξιοπρεπώς.
Δεν φταις εσύ που κάπου πόλεμος γίνεται, είτε με όπλα είτε με λόγια.
Δεν φταις εσύ που υπάρχουν άνανδροι, ξεφτιλισμένοι, ανίκανοι, φιλάργυροι, κομπιναδόροι, αχόρταγοι, ψεύτες, χειραγωγοί σε όλες τις κατηγορίες ανθρώπων και σε όλες τις κατηγορίες επαγγελματιών.
Δεν φταις εσύ που δεν μπορώ να απολαύσω πια τις γιορτές νιώθοντας πάλι παιδί κι ας μην είμαι βαθιά θρησκευόμενος.
Δεν φταις εσύ που μερικές φορές σκύβω το κεφάλι γιατί δεν θέλω να σπάσω το κεφάλι του άλλου.
Φταίω εγώ που χρωστάω επειδή πίστεψα στον επαγγελματισμό των άλλων, ενώ ζω σε μια εποχή παράνοιας και αλλοφροσύνης.
Φταίω εγώ που δεν φάνηκα πιο πιεστικός και πιο απαιτητικός στις αποδοχές μου, επειδή σκέφτηκα τις υποχρεώσεις των άλλων.
Φταίω εγώ γιατί αφήνω άλλους να αποθηκεύουν περιουσίες που θα μπορούσαν να ανακουφίσουν πολλαπλάσιους.
Φταίω εγώ γιατί επιτρέπω σε λίγους να αποφασίζουν σφαγές πολλών.
Φταίω εγώ γιατί τους γνωρίζω αλλά τους έχω ενισχύσει τόσο που δεν μπορώ πια να τους ξεμπροστιάσω, επειδή αλληλοκαλύπτονται.
Φταίω εγώ γιατί νιώθω άγχος, τύψεις κι ενοχές.
Μα δεν φταίω που δεν είμαι υπέρμαχος της βίας και της παπαρολογίας που δήθεν την δικαιολογεί. 
Να είσαι καλά για την χαρά που κάποτε μου χάρισες.
Πολίτης Χ

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Ο Χάρος και το Πνεύμα των Περασμένων Χριστουγέννων

Δεν είχα διάθεση να κάνω βόλτα στο θνητό σας κόσμο μετά από εκείνη την απρόσμενη συνάντηση. Αποφάσισα λοιπόν να τριγυρίσω λίγο στον δικό μου Κόσμο.
Πέρασα από στέκια διάσημων. Πέρασα από στέκια απλών ανθρώπων. Βρέθηκα σε ένα μικρό και καταθλιπτικό bar. Η παρακμή μέσα μου με τράβηξε να διαβώ το κατώφλι του. Έκπληκτος δέχτηκα το κύμα της τζαζ μουσικής, την μυρωδιά από τσιγάρα και μήλα. Θαμώνες πνεύματα με χρονολογίες στις πλάτες των παλτών τους. Άλλα συζητούσαν χαρούμενα. Άλλα έντονα. Ήταν και κάποια που έπιναν μοναχικά σε άδεια τραπεζάκια.
Ενώ θα μπορούσα να καθίσω για ένα ποτό στην ξύλινη μπάρα, κάτι με έσπρωξε να καθίσω δίπλα σε έναν πιτσιρικά που πίσω του είχε το νούμερο 2013. Με κοίταξε έκπληκτος, αλλά συνέχισε να πίνει το ποτό και να καπνίζει το τσιγάρο του, κοιτάζοντας την μπάντα που έπαιζε στη σκηνή. 
“Όλα τα είχαμε, εσύ μας έλειπες.”, τον ακούω να μουρμουρίζει κοιτάζοντας το ποτό του.
“Προφανώς επειδή εγώ ευθύνομαι για όλα τα δεινά του κόσμου.”, του αντιγυρίζω εκνευρισμένος.
Με κοιτάζει μισομεθυσμένος και μισοεκνευρισμένος.
“Όχι. Αλλά τι κάνεις γι’ αυτά;”, με κατηγορεί ευθέως.
“Εσύ ήσουν το 2013. ΕΣΥ τι έκανες γι’ αυτά;”
Ρουθουνίζει αποδοκιμαστικά, παίρνει το ποτό του και φεύγει τρεκλίζοντας από το τραπεζάκι.
Βλέπω ξαφνικά έναν αριθμό που δεν έχει αρχή και τέλος, στην πλάτη μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Μου χαμογελά εγκάρδια και κάθεται δίπλα μου.
“Μην του κρατάς κακία. Πέρασε πολλά.”
Ανασήκωσα τους ώμους μου.
“Ξέρεις, όταν δεν έχεις γνωρίσει καλές στιγμές, συσσωρεύεις παράπονα. Τα παράπονα μεταμορφώνοντας σε πίκρα. Η πίκρα σε κακία και ζηλοφθονία. 
Δεν πρόλαβε να μάθει τίποτα καλό. Άκουγε όλους τους άλλους με τα παλιά τα μεγαλεία και νόμισε ότι θα ζήσει όμορφα. Αντί αυτού είδε όλα εκείνα που απέφευγαν οι άλλοι να συζητούν και τώρα του φταίνε όλα και όλοι.”, μου χτυπά απαλά το χέρι.
“Θα μπορούσε όμως να κάνει την διαφορά. Να προσπαθήσει για κάτι καλύτερο.”, της λέω πίνοντας μια γουλιά από το ποτό μου.
“Όσο παντοδύναμος κι αν είσαι, μάτια μου γλυκά, όταν δεν έχεις κι άλλους πρόθυμους να σε βοηθήσουν να κάνεις τη διαφορά, πώς μπορείς να προσπαθήσεις για το καλύτερο; Η ελπίδα θέλει γερές βάσεις για να μην ξεψυχήσει στις δυσκολίες. 
Τούτοι οι χρόνοι που πέρασαν είναι σαν ένα κακοφτιαγμένο σπίτι. Μια πέτρα εδώ. Λίγο τσιμέντο εκεί. Μια στραβή θεμελίωση εδώ. Κλεμμένο χαλίκι στα μπετά. Πώς να σταθεί ίσιο και περήφανο το σπίτι, όταν οι κατασκευαστές είναι άσχετοι ή διαφορετικοί;”, με ρωτά γλυκά, σχεδόν τρυφερά.
Τον κοίταξα με άλλο μάτι. Ένα μικρό παιδί που του έταξαν να παίξει με ωραία παιχνίδια. Αλλά του πήραν και το μισοσπασμένο ποδήλατο που του είχαν δανείσει. Γενιές ολόκληρες που χαρακτηρίστηκαν καταχραστές, χωρίς να έχουν γευτεί τον πλούτο. Γενιές ολόκληρες που γεύτηκαν τον πλούτο, αφήνοντας τις επόμενες να πεινάσουν.
Ποιο πνεύμα να γιορτάσεις; Ποια γέννηση;
Σαν να με άκουγε η ηλικιωμένη γυναίκα. Με αγκάλιασε ζεστά, εκπλήσσοντας με ευχάριστα.
“Την ζωή να γιορτάσεις, Χάρε μου. Τις μικρές στιγμές χαράς και γέλιου. Τις νέες ευκαιρίες που είναι μεν κρυμμένες, μα υπάρχουν ακόμη. Αν και η ελπίδα θέλει γερές βάσεις, χρειάζεται και κάτι πολύ μικρό: πίστη. Άντε και λίγη αγάπη.”
Μου έδωσε ένα κουτί από χαρτόνι. Το άνοιξα χαμογελώντας παραξενεμένος. Μελομακάρονα. Μου χαμογελά και μου δίνει ένα φιλί στο μέτωπο.
“Καλές γιορτές, Χαρούλη μου. Λίγη ζάχαρη κι ένα χαμόγελο.”

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Ο Χάρος και το κορίτσι που άφησε πίσω

Είναι από τις στιγμές που σου κόβονται τα γόνατα, τα ήπατα, τα αυγολέμονα… σαν αντικρίζεις ξανά την πρώτη σου αγάπη. Εκείνη την αγάπη που μένει επειδή δεν πρόλαβε να ξεφτίσει. Ναι, ρε τσογλάνια κι εμείς ερωτευτήκαμε. Άστα διάλα! Θα πιω τεκίλα απόψε. Κοσμογυρισμένος είμαι, αμ’ πώς!
Δεν θυμάμαι πότε ήταν. Θυμάμαι πάντως ότι καθόταν σε μια καφετέρια και διάβαζε το It του Stephen King. Μόλις είχε κυκλοφορήσει σε εκείνες τις εκδόσεις τσέπης. Παρατηρούσα τις εκφράσεις της ενώ διάβαζε, διαβάζοντας κι εγώ μαζί της. Χαμένη στις σελίδες. Έπιανε μηχανικά την κούπα του καφέ της, έκανε μια γκριμάτσα αηδίας και πρόσθετε συνέχεια ζάχαρη. Χασκογελούσα μέσα μου με αυτή της την κίνηση.
Κάποια στιγμή σταμάτησε το διάβασμα. Σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε. Μου κόπηκε το χαμόγελο. Μου κόπηκε η χολή. Μου κόπηκε το δρεπάνι. Τρόμος. Χειρότερος κι από τον τρόμο του Μητσοτάκη. Μετά μου χαμογέλασε. Πού να της χαμογελάσω το χάπατο! Κοίταξα το πάτωμα. Κοίταξα τον ουρανό. Κοίταξα το ρολόι που δεν φορούσα. Γελούσε εκείνη πίσω από το βιβλίο της. Γελούσα κι εγώ με τη μαλακία που με έδερνε. Έτσι κύλησε η πρώτη φορά. Με κρυφά-φανερά βλέμματα κι αμήχανα γελάκια. Σε κάποια στιγμή σηκώθηκε και κοιτάζοντάς με έφυγε.
Την επόμενη μέρα πήγα ξανά εκεί. Μπας και την ξαναδώ. Περίμενα και περίμενα. Εκεί που ετοιμαζόμουν να τα παρατήσω και να φύγω, στάθηκε μπροστά μου, χαμογελώντας αμήχανα. Δεν θυμάμαι σε τι γλώσσα μιλούσε, μα ως γνωστόν τις μιλώ όλες. Μου είχε πει κάτι σε:
“Θα κοιταζόμαστε όλη μέρα ή θα πιούμε έναν καφέ μαζί;”
Είχα απαντήσει κάτι σε:
“Εγώ λέω και να κοιταζόμαστε όλη μέρα και να πιούμε έναν καφέ μαζί.”
Χαζά γελάκια. Αυτά που ξεκινούν από το στόμα και καταλήγουν στα αυτιά σαν να έχεις κάνει μόνιμο lifting προσώπου. Ήξερα ότι δεν θα ήταν εφικτό να της πω την αλήθεια ή να μείνω μαζί της. Εκείνη διαισθανόταν ότι ήταν παροδικό. Της είπα ότι ήμουν φοιτητής σε πρόγραμμα ανταλλαγής και θα έπρεπε να φύγω. Δεν πίστευε στις σχέσεις εξ αποστάσεως. Μα δεν ξεκόλλαγε από την αγκαλιά μου. Χέσε μέσα, φίλος-φίλη. Μαζοχισμός στο full. Και καλά εκείνη ήταν πιτσιρίκα. Αμ’ εγώ; Κοτζάμ αθάνατος; 
Να την λοιπόν μπροστά μου σε ένα parking πανεπιστημίου. Σαν το χθες να μεταφέρθηκε πολλά χρόνια στο σήμερα. Με έναν νεαρό δίπλα της που έχει τα μάτια της και μια κοπελιά που έχει τα μαλλιά και το στόμα της. Δίδυμα. 
Χαμογελώ. Δεν μπορεί να με δει. Η γήινη μεταμφίεση μου είναι η ίδια όσα χρόνια κι αν περάσουν. Θα σοκαριστεί αν με δει. Σαν περνά από δίπλα μου σταματά για λίγο και κοιτάζει τριγύρω. Σοκάρομαι. Αν είχα ανάσα θα την κρατούσα μέχρι να σκάσω.
“Θα αργήσουμε για τις εγγραφές, μαμά! Έλα.”, της γκρινιάζει αγχωμένη η κοπέλα.
Χαμογελά κρυφά και συνεχίζει να περπατά μαζί τους. Τους ακολουθώ μέχρι το πανεπιστήμιο. Τους εύχεται καλή επιτυχία και τους αφήνει με τις παρέες τους. Περπατά βιαστικά. Μπαίνει στο αυτοκίνητο της. Ξεκινά να οδηγεί. Μα ξέρω ήδη πού πηγαίνει. Παρκάρει. Κάθεται στο τραπεζάκι μας στην καφετέρια και παραγγέλνει καφέ. Αόρατος παρατηρώ την ενήλικη πια εκδοχή της. Δεν έχει αλλάξει πολύ, ή τουλάχιστον εμένα μου φαίνεται η ίδια, απλώς λίγο διαφορετική στις κινήσεις της. Πίνει τον καφέ της χαμογελώντας και προσθέτοντας συνέχεια ζάχαρη. Μου φαίνεται συγκινημένη, όπως κι εγώ. Κάθομαι δίπλα της κι απλώνει το χέρι της στο κενό. Σαν να πιάνει το δικό μου. Αφήνει με το χέρι της ένα φιλί στο τραπέζι και φεύγει.
Κομματιαστάν ο μαύρος σας μετά. Ντάγκλες. Να σου τα τσιγάρα. Να σου οι αναστεναγμοί. Να έχω και τον Διόνυσο να με κράζει ακόμα μετά από τόσα χρόνια που ερωτεύτηκα θνητή. Ας είναι. Χαλάλι μας. Όταν την ξαναδώ και καταλάβει την αλήθεια, ελπίζω να μην μου πετάξει το It του Stephen King στο κεφάλι. Είναι βαρύ, πανάθεμα το. 


Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Ο Χάρος και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης

Χτυπάει η πόρτα της βάρκας. Παραξενεύομαι γιατί συνήθως όλοι οι γνωστοί και οι φίλοι ή διακτινίζονται ή μπαίνουν μέσα με το έτσι-θέλω. Πλησιάζω διστακτικά και δίπλα μου ο Κέρβερος μυρίζει ερευνητικά. Ανοίγω την πόρτα με το δρεπάνι σε ετοιμότητα και μένω έκπληκτος να κοιτάζω τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να μου χαμογελά.
“Εσείς; Εδώ; Γιατί;”, ψελλίζω τρομοκρατημένος.
“Να μπω;”, με ρωτάει ευγενικά.
Ακούω μια φωνή γκόμενας από θρίλερ να ουρλιάζει στα αυτιά μου.
“Βρήκε μόνος του την βάρκα σου και θα του πεις να μπει μέσα;;; Πας καλά;;;”
Ο Κέρβερος τον μυρίζει με το ένα του κεφάλι να κρύβεται πίσω από τα άλλα δύο που τον κοιτούν πιο ξεθαρρεμένα. Βγάζει τρία μπισκότα για σκύλους και τους τα δίνει. Ξεροκαταπίνω. Είναι αδίστακτος. Βγάζει ένα μπουκάλι τσίπουρο και κάτι αγκινάρες. Παραμερίζω και τον αφήνω να περάσει.
“Για καθάρισε τις κι έλα να με φιλέψεις!”, μου λέει εγκάρδια με την χαρακτηριστική φωνή του.
Ακόμα άφωνος από την έκπληξη, κόβω τις αγκινάρες και σερβίρω το τσίπουρο σε ποτηράκια. Καθόμαστε μπροστά από το τζάκι και ο Κέρβερος κάθεται μπροστά του κοιτάζοντας τον με λατρεία. Κοπρόσκυλο. Την επόμενη φορά θα πάρω γάτα!
“Θα θέλατε να μου πείτε τον λόγο της επίσκεψης σας;”, τον ρωτώ με την ασταθή φωνή του Γιώργου Κωνσταντίνου στο Χτυποκάρδια στο θρανίο.
Βάζει τα γέλια και μου προσφέρει μια αγκινάρα. Την μασουλάω μηχανικά και μετά συνειδητοποιώ ότι σιχαίνομαι τις αγκινάρες. Έλα όμως που ντρέπομαι και δεν θέλω να την φτύσω. Την καταπίνω σχεδόν αμάσητη και πνίγομαι. Πνίγομαι κι εκείνος γελάει. Και γελάει και γελάει. Κι εγώ πνίγομαι και βήχω και λιποθυμώ.
Πετάγομαι έντρομος και κάθιδρος στον καναπέ.
“Μετά τι συμβαίνει στο όνειρο;”, με ρωτάει με συμπάθεια ο θείος Freud.
Προσπαθώ να ανακτήσω την αναπνοή μου.
“Μου κάνει την κηδεία και μου παίρνει την δουλειά μου.”, μουρμουρίζω ντροπιασμένος.
“Άρα νιώθεις ανταγωνισμό και δέος. Ίσως επειδή τον φοβούνται περισσότερο από εσένα;”, συνεχίζει χαμογελώντας.
Τον αγριοκοιτάζω.
“Μα δεν καταλαβαίνεις; Είναι σχεδόν απέθαντος!”, του λέω με τρόμο.
“Ο άνθρωπος είναι γεννηθείς το 1918. Ζει απλώς καλά.”, μου λέει ο Freud γελώντας.
“Το ήξερα ότι δεν θα με καταλάβεις!”, μουρμουρίζω και πάω να σηκωθώ.
“Κάτσε κάτω.”, μου λέει απότομα, σταματώντας τα γέλια.
Μουτρώνω και κάθομαι πάλι στον καναπέ της βάρκας μου. Σηκώνεται και κάθεται δίπλα μου.
“Γιατί τον φοβάσαι τόσο;”, με ρωτά με ενδιαφέρον.
“Επειδή όπου πάει σπέρνει την καταστροφή. Επειδή δεν μπορεί να είναι γεννημένος μόνο το 1918. Επειδή ξέρει πολλά. Επειδή… επειδή…”, σταματώ και νιώθω σαν ψυχασθενής.
“Έχεις μπει στη διαδικασία να πιστέψεις στον αστικό μύθο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αγαπητέ μου. Ένας απλός άνθρωπος είναι. Τίποτα παραπάνω. Κι όταν έρθει η ώρα, εσύ θα κάνεις απλώς την δουλειά σου.”, ακουμπά παρηγορητικά το χέρι του πάνω στο μπράτσο μου.
Ξεφυσώ μέσα στα χέρια μου. Μετά τον κοιτάζω πιο ανακουφισμένος.
“Μην διαβάσεις ξανά το φρικη-παίδεια, εντάξει; Άντε να πας δουλειά. Θα αργήσεις.”, μου λέει ανάβοντας το πούρο του.
Πάω να ανοίξω την πόρτα και …είναι εκεί! Μπροστά μου! Μου χαμογελά! 
“Θεοί!!!”, ουρλιάζω και βγαίνω με το δρεπάνι τρέχοντας.
Ο θείος Freud χασκογελά καπνίζοντας αμέριμνος το πούρο του, ενώ ο παππούς Χάος βγάζει ουρλιάζοντας από τα γέλια την αποκριάτικη μάσκα του κυρίου Μητσοτάκη.
“Μου κόστισες μια πετυχημένη συνεδρία, γερο-Χάος.”, του λέει ο Freud χαμογελώντας.
“Άσε με, με το βουτυρόπαιδο! Τον έχουν κάνει φλώρο η μάνα του και η γιαγιά του! Άσε που του το χρώσταγα από την μέρα της γρίπης του! Τζάμπα δεν είναι οι συνεδρίες;”, ρωτά τον Freud παίρνοντας το πούρο που του προσφέρει κι ο Freud του γνέφει καταφατικά. “Ε μέχρι να συνειδητοποιήσει την πλάκα, έλα να πιούμε ένα τσιπουράκι. Να δούμε και το καινούργιο επεισόδιο του Constantine που κατέβασε τις προάλλες!”

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Ο Χάρος, η Αφροδίτη και οι 50 αποχρώσεις του Γκρέι παρτ του

Την περιμένω με ένα πιάτο κουλουράκια με σοκολάτα που έφτιαξε η γιαγιά. Διακτινίζεται πάνω στον καναπέ και μου χαμογελά. Κοιτάζει μια τα κουλουράκια, μια το βιβλίο, μια εμένα. Συνοφρυώνεται.
“Το διάβασες χωρίς εμένα;;;”, φουντώνει σε κάθε της λέξη.
“Θα πρέπει να φύγω για ένα δρομολόγιο, δεσποινίς Αφροδίτη. Έχω αφήσει το τελευταίο κεφάλαιο για να το διαβάσουμε μαζί. Μην τολμήσεις να το διαβάσεις μόνη σου. Θα σε τιμωρήσω.”, της χαϊδεύω μια μπούκλα από τα ξανθά της μαλλιά με σοβαρό βλέμμα.
Με κοιτάζει με ορθάνοιχτο στόμα.
“Καλά.”, ψελλίζει αμήχανη.
Βάζω τα γέλια και την δείχνω με τον δείκτη του χεριού, όπως όταν ήμασταν σχολείο, κοροϊδεύοντάς την.
“Ρε τον μπαγάσα, κύριο Γκρέι! Θα το κορνιζώσω αυτό το βιβλίο!”, λέω γελώντας κι εκείνη αρχίζει να μου εκσφενδονίζει μαξιλάρια.
Φεύγω γελώντας, ενώ εκείνη βρίζει ακατάπαυστα. Γυρνώ από το δρομολόγιο και την βλέπω ανάσκελα στον καναπέ με το βιβλίο στο στήθος της. Γυρνά και με κοιτάζει γλυκά. Κάθομαι δίπλα της και της χαμογελώ πειρακτικά.
“Ελπίζω να μην αυνανίστηκες στον καναπέ μου!”
Με κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια που χαμογελούν και με μαλώνουν ταυτόχρονα.
“Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, Χάρε Χάρου!”
“Ναι, εγώ και ο John Snow!”, την πειράζω. “Διαβάζουμε το τελευταίο κεφάλαιο για να δούμε τι σκατά θα γίνει;”
“Αυτός ο ρομαντισμός σου με αποτελειώνει, Χαρούλη!”, χαμογελά στραβά εκείνη.
Συνεχίζουμε το διάβασμα. Φτάνουμε στο τέλος και την κοιτάζω έκπληκτος.
“Αστειεύεσαι, έτσι; Τριλογία έφερες, γαμώ το φελέκι μου;”
“Έλα, μωρέ Χαρούλη μου!”, στριφογυρίζει τον δείκτη της στο μανίκι του μανδύα μου.
“Όποτε κάνεις μαλακία, μου αρχίζεις τα Χαρούλη μου!”, της γκρινιάζω. “Ανακεφαλαίωση: 21χρονη παρθένα γνωρίζει 28χρονο έμπειρο στο χώρο του σαδομαζοχισμού και την προορίζει για υποτακτική του. Την ξεπαρθενιάζει με δύο οργασμούς παρακαλώ. Τον ερωτεύεται. Της αγοράζει και καλά δανεικά κινητό, υπολογιστή, πολυτελές αυτοκίνητο. Της ρίχνει ένα μπερντάκι ξυλιές στον πισινό. Γουστάρει αυτή. Μαθαίνουμε κι ένα δυο κλισέ μελό που ήταν υιοθετημένος και η βιολογική του μάνα ήταν εθισμένη στο κρακ. Κλαψ. Σνιφ. Δεν φταίει το παιδί. Τον περιλαβαίνει στα 16 του μια φίλη της θετής μάνας και τον κάνει υποτακτικό, για το καλό του. 
Μετά της δίνει συμβόλαιο για να γίνει κατά αποκλειστικότητα υποτακτική. Δεν το υπογράφει. Αλλά παρόλα αυτά τον αφήνει να την αυνανίσει με ένα παλούκι, να την δέσει και να της εξηγήσει το …όνειρο πολλάκις. Αυτός δείχνει ότι την ερωτεύεται κοιμώμενος στο ίδιο κρεβάτι μαζί της και γνωρίζοντας την στην οικογένεια του, ενώ δεν το συνηθίζει. Της λέει ότι την θεωρεί διαφορετική από τις άλλες. Προσπαθεί δηλαδής το παλικάρι για φυσιολογική σχέση. Του ζητάει να την τιμωρήσει. Της μαυρίζει τον πισινό. Αυτή φρικάρει και τον χωρίζει. Του μπι κοντίνιουντ. Ξέχασα κάτι;”
Με κοιτάζει εκνευρισμένη.
“Γιατί το κάνεις να φαίνεται τόσο σαχλό και παρανοϊκό;”
“Εμ, επειδή είναι; Το μόνο ενδιαφέρον είναι ο τρόπος που επηρέασε το βιβλίο τις γκόμενες. Διότι περισσότερο γκόμενες θα αγόρασαν το βιβλίο. Ο ενθουσιασμός τους ήταν τόσος που έγινε τριλογία κι αν δεν απατώμαι και ταινία.”
“Είναι τόσο τρελό δηλαδή αυτό;”, σταυρώνει τα χέρια στο στήθος της η Αφροδίτη.
“Μανάρι μου, γλυκό, είσαστε τόσο απεγνωσμένες να σας κάνει να νιώσετε ιδιαίτερες ένας άνδρας που θα ανεχόσασταν τα πάντα. Αυτό είναι το τρελό. Αυτό δείχνει όλο αυτό. Μια μεσήλικας παντρεμένη με δυο παιδιά και λίγο ασχημούλα, γράφει μια κακογραμμένη παπαριά πουλώντας για εκατομμυριοστή φορά το παραμύθι της Σταχτοπούτας στο σήμερα. Μόνο που ο Πρίγκιπας είναι ένας ψυχάκιας γιάπης με σακατεμένο παρελθόν και η μόνη τρυφερότητα που γνωρίζει είναι το spanking στον πισινό. 
Πού το ρομαντικό σε όλο αυτό; Δεν βλέπεις ότι όλο αυτό είναι άτοπο; Το βλέπεις, αλλά το διαβάζεις κι εσύ γιατί πάσχεις από το σύνδρομο της νοσοκόμας. Νομίζετε, αγαπητά μου κορίτσια, ότι εσείς θα τον κάνετε καλά. Δεν είναι χτύπημα στο πόδι. Σακατεμένη ψυχή έχει. Ψυχίατρο και ψυχολόγο θέλει, όχι γκόμενα.”, την ακουμπώ απαλά στον ώμο.
Με κοιτάζει πεισμωμένη.
“Μερικές φορές οι άνθρωποι αλλάζουν.”
“Σπάνια αλλάζουν, Αφροδίτη μου. Καμιά φορά μεταλλάσσονται. Μα σπάνια αλλάζει ο πυρήνας τους. Ειδικά ένας τύπος όπως ο κύριος Γκρέι. Θα παραμένει πάντα προβληματικός να πολεμάει φαντάσματα. Η άλλη σίγουρα θα τον βαρεθεί και θα τον αφήσει.”, της λέω τρυφερά.
“Ωραία! Θα το διαβάσουμε και θα δεις! Θα βάλουμε στοίχημα!”, μου λέει απλώνοντας μου το αλαβάστρινο χέρι της.
“Άσε τις μαλακίες σε εμένα. Να το διαβάσεις μόνη σου και να μου πεις το τέλος. Εγώ μαζόχας δεν είμαι!”, της το φιλάω και της τσιμπώ τη μύτη.
Ρουθουνίζει εκνευρισμένη στον αέρα.
“Με εκνευρίζεις γιατί κατά βάθος έχεις δίκιο!”
“Το ξέρω ο μαλάκας! Είναι εύκολο να πουλήσεις παραμύθι σε κάποιον που το έχει ανάγκη για να παλέψει την σκληρή πραγματικότητα του, μανάρι μου. Αυτό πουλάνε αυτές οι κυριούλες και οι εκδοτικοί τους οίκοι. Γιατί μερικές φορές το θες το γαμημένο το παραμύθι, αρκεί να μην το μπερδέψεις με την πραγματικότητα.”
Μου ρίχνει μια απαλή σφαλιάρα στο μπούτι.
“Αχ, κύριε Γκρέι! Με αναστατώνετε!”, της λέω με τσιριχτή φωνή και σκάει στα γέλια. Μετά σοβαρεύει απότομα.
“Δεσποινίς Αναστασία, πρέπει να μείνετε απόλυτα ακίνητη.”, συνεχίζει κι εκείνη το παιχνίδι ρόλων με βαθιά φωνή.
“Ρε τι πάθατε και μιλάτε έτσι;”, ακούμε τον Διόνυσο ξαφνικά από πίσω μας.
Βάζουμε κι οι δυο τα γέλια και του πετάμε το αντίγραφο του «50 shades of Grey» στα μούτρα. Το κοιτάζει και κουνάει το κεφάλι του.
“Δεν διαβάζω βιβλία. Θα περιμένω να δω την ταινία.”, μας λέει και μας το πετάει πίσω στον καναπέ.
“Θα πάμε να το δούμε;”, εκστασιάζεται η Αφροδίτη.
Ανασηκώνει ανέμελα ο Διόνυσος τους ώμους του. Την κοιτάζω εκνευρισμένος.
“Δεν φτάνει που με έβαλες να το διαβάσω, θα πρέπει να το δω κι από πάνω;”
“Μην είσαι σπασαρχίδης, ρε! Το πολύ-πολύ να της πετάμε ποπ κορν όποτε λένε καμιά ηλίθια ατάκα!”, κλείνει το μάτι ο Διόνυσος και η Αφροδίτη τον κοιτάζει με θανατηφόρο βλέμμα.
“Δηλαδή καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας! Μέσα!”, λέω χαμογελώντας σατανικά.
“Με τέτοιους φίλους τι τους θέλω τους εχθρούς.”, λέει δραματικά η Αφροδίτη.
“Από το ολότελα καλή και η Παναγιώταινα.”, την πειράζει ο Διόνυσος.
Χαμογελά ο ένας στον άλλο κι οι δυο γυρίζουν προς το μέρος μου που κοιτάζω το κινητό. Τους χαμογελώ πειρακτικά. Πού να διανοηθώ να τους ομολογήσω ότι έχω κατεβάσει το δεύτερο βιβλίο και το διαβάζω στα κρυφά;


Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Ο Χάρος, η Αφροδίτη και οι 50 αποχρώσεις του Γκρέι πάρτ ουάν

Έχω λίγη ώρα ρεπό και βαριέμαι του θανατά. Μη γελάτε. Έχω δει όλα τα επεισόδια από τις σειρές που παρακολουθώ και νταξ. Να διαβάσω κανένα βιβλίο, λέτε; Εισερχόμενη κλήση από Αφροδίτη.
“Γεια σου, τρελό γκομενάκι!”, της λέω με λάγνα φωνή.
“Κάτι πήρε το αυτί μου ότι βαριέσαι!”, την ακούω να χαμογελά.
“Χμμ! Είναι η τυχερή μου μέρα; Θα μου κάτσεις;”, συνεχίζω να την πειράζω με πιο λάγνα φωνή.
Ακούγεται μια έκρηξη πίσω μου.
“Αμάν, ρε κορίτσια, με τους διακτινισμούς σας! Ευτυχώς που δεν μπορώ να πεθάνω, αλλιώς θα πήγαινα από έμφραγμα!”, της γκρινιάζω ενώ στρογγυλοκάθεται στον καναπέ δίπλα μου.
Μου κουνάει με βλέμμα πονηρό ένα βιβλίο. Την κοιτάζω με μισόκλειστα μάτια.
“Πριν πεις οτιδήποτε…”, ξεκινά να λέει.
“Ωχ!”, την διακόπτω.
“Έλα, μωρέ Χαρούλη μου!”, αρχίζει τις γαλιφιές εκείνη.
“Άσε τα Χαρούλη μου, εμένα! Την τελευταία φορά που έφερες βιβλίο για να διαβάσουμε, παραλίγο να με τσακίσει ο Ήφαιστος με τα σύνεργα του! Για να θυμηθώ πώς λεγόταν το βιβλίο… εμ η Ινδική Τέχνη του Έρωτα!!! Άντε να αποδείξω μετά ότι δεν είμαι ελέφαντας!”
Κάθεται πιο κοντά μου χασκογελώντας κι ανοίγει το βιβλίο ανάμεσα μας. Την στραβοκοιτάζω και ξεκινάμε να διαβάζουμε το πρώτο κεφάλαιο. Το τελειώνουμε και την κοιτάζω χαμογελώντας στραβά.
“Αχ είναι τόσο ερωτικό!”, μου λέει με καρδούλες στα μάτια.
“Κάνεις πλάκα, έτσι; Ο τύπος είναι βλαμμένος. Σαβουριάστηκε η άλλη κι αυτός αντί να βάλει τα γέλια έκατσε και γοητεύτηκε;”
Γυρνάει τα μάτια της στο ταβάνι αγανακτισμένη.
“Ρε Χαρούλη, αλήθεια όμως, ώρες-ώρες θέλω να σε κάνω να ερωτευτείς ξανά για να θυμηθείς την γλύκα!”
“Όχι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω! Ρε αυτός δεν υποτίθεται ότι είναι σαδιστής με σαδομαζοχιστικά φετίχ; Ναι, καλό μου, ενημερώνομαι, μη με κοιτάς έτσι. Άσε δε που είναι και νέος και όμορφος και επιτυχημένος και γοητευτικός και έξυπνος και πλούσιος και …γάμησέ με δηλαδής! Κι αυτή είναι ατσούμπαλη, χαζή, σαν την γκόμενα του βρικόλακα από την άλλη τριλογία παπαριά το Twilight!”
“Ναι, αλλά το διαβάζεις ευχάριστα, ε;”, χαμογελάει πονηρά η Αφροδίτη.
“Ναι και τον κώλο της Jlo με την Iggy Azalea βλέπω ευχάριστα, μα δεν με κάνουν να προβληματίζομαι!”, της αντιγυρίζω ανάβοντας ένα τσιγάρο. “Τυχαία του παίρνει συνέντευξη επειδή αρρώστησε η φίλη της. Κι είναι τόσο βλαμμένη, που αντί να διαβάσει ερωτήσεις και να ξέρει τι της γίνεται, πάει στα κουτουρού και ρωτάει χύμα τον άνθρωπα αν είναι gay! Έπρεπε να την αρχίσει στο spanking εξ’αρχής!”, συνεχίζω την γκρίνια.
“Ω σταμάτα να δούμε τι γίνεται παρακάτω!”, με σκουντά η Αφροδίτη.
“Όχι, πες μου τι κλισέ από τα άρλεκιν ΔΕΝ έχει. Η αθώα, παρθένα παιδούλα με τον γόη εκατομμυριούχο πλην προβληματικό, άγαμο και υιοθετημένο;;; Φίλη μου, πραγματικά, ο Καΐλας πότε εμφανίζεται;”, σαρκάζω διαβάζοντας.
Εκείνη όμως κάνει μια ανυπόμονη κίνηση με το χέρι της και βυθίζεται στο διάβασμα.
“Αχ! Πήγε να την βρει στη δουλειά της!”, λιώνει εκείνη στο μπράτσο μου.
“Καλά κοτζάμ επιχειρηματίας, δεν μπορούσε να της κάνει μια πρόσκληση για δείπνο; Μόνο πήγε να αγοράσει ένα κάρο παπαριές; Μας δουλεύεις, κυρά-συγγραφέας-αποτέτοια μου;”, απορώ με το λιώσιμο της άλλης.
“Ερωτεύτηκε, μανάρι μου! Ο έρωτας σε κάνει χαζό και αστείο!”
“Ρε, δεν την παλεύετε! Όσο κι αν ερωτευτείς, όταν υποτίθεται ότι ο χαρακτήρας σου είναι όπως του κυρίου Γκρέι, δεν παθαίνεις τόσο εμφανώς την πλάκα σου για μία τέτοια πιτσιρίκα. Έλεος. Λίγος ρεαλισμός δεν βλάπτει.”
“Αν θέλαμε ρεαλισμό, θα διαβάζαμε το Les Miserables!”, μου αντιγυρίζει θιγμένη. “Διάβασε παρακάτω!”
Στο δέκατο κεφάλαιο έχω λιώσει στο γέλιο.
“Τον συμπαθώ κιόλας. Της είπε ότι δεν είναι ο άντρας γι’αυτήν κι εκείνη επιμένει! Της είπε ότι «I fuck hard.» κι εκείνη έχει ονειρώξεις! Παλικάρι ο τύπος! Πηδάει με τέτοιες μαλακίες γκόμενες! Θα αρχίσω κι εγώ από εδώ και στο εξής να το παίζω ανώμαλος, μα κατά βάθος ρομαντικός, ψυχάκιας, μα κατά βάθος αισθησιακός, βίαιος, μα κατά βάθος τρυφερός. Τι διαβάζετε, ρε κορίτσια;;; Γι’αυτό δεν ξέρετε τι θέλετε!”, ξεσπώ στο τέλος.
Η Αφροδίτη με κοιτάζει δολοφονικά. Ξαφνικά το κινητό της χτυπά. Μουγκρίζει διαβάζοντας το μήνυμα.
“Γύρισε ο Ήφαιστος! Θα έρθω αργότερα για την συνέχεια!”, μου λέει φιλώντας με βιαστικά στο μάγουλο.
“Μην αργήσεις. Ανυπομονώ μετά να διαβάσω το συμβόλαιο Αφέντη-Σκλάβας για να το πάω στον Λυσία να μου συντάξει ένα παρόμοιο.”, χαμογελώ στραβά ενώ εκείνη μου βγάζει κοροϊδευτικά την γλώσσα της και διακτινίζεται.

Του μπι κοντίνιουντ…

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Ο Χάρος και ο Όμηρος.

Σταθερή αξία στον χωροχρόνο: ανάσκελα στη βάρκα με τσιγάρα, να χαζεύω τα αστέρια. Πόσο περισσότερο ταπεινοί θα νιώθαμε όλοι, αν αφιερώναμε μισή ώρα κάθε βραδιά, ατενίζοντας τον νυχτερινό ουρανό.
Η μεγαλομανία της ανθρώπινης φύσης, σε αντίθεση με το μεγαλείο της απεραντοσύνης του σύμπαντος. Η ένταση της βουής του πλανήτη Γη, ενάντια στη γαλήνη της σιωπής των άστρων.
“Is there anybody out there?”, ρωτούν στ’ακουστικά μου οι Pink Floyd.
Γιατί να σας πλησιάσουν οι “εκεί έξω”, όταν αμελείτε να πλησιάσετε τους “εκεί μέσα”; Τζούρα από το τσιγάρο, εκπνοή.
«Θέλεις λίγη συντροφιά, Χάροντα;», ακούω την βαθιά και ήρεμη φωνή του μέσα στο κεφάλι μου.
Σοκαρίστηκα λίγο. Δεν φημίζεται για την κοινωνικότητα του τους τελευταίους αιώνες.
«Κόπιασε, Όμηρε.», ανασηκώνομαι βγάζοντας τα ακουστικά μου και φέρνω μια μαξιλάρα για να καθίσει στην πλώρη δίπλα μου.
«Είσαι καλά;», ρωτά κοιτάζοντας με ενδιαφέρον.
Είμαι έτοιμος να απαντήσω με την κλασική απάντηση ρουτίνας. Ξέρεις. Αυτή που λες για να καθησυχάσεις τους άλλους, αλλά και τον εαυτό σου.
«Αισθάνομαι κουρασμένος.», απαντώ σιγά, κοιτάζοντας τα πρώην τυφλά του μάτια.
«Σαν να έχεις απλωθεί όπως το βούτυρο πάνω σε πάρα πολύ ψωμί;», χαμογελά γλυκά.
«Βλέπω τα λέγατε με τον Tolkien.», του χαμογελώ κι εγώ.
«Τι σου συμβαίνει;», απλώνει το χέρι του στον ώμο μου.
«Οι θνητοί.», απαντώ λακωνικά.
«Α. Οι θνητοί. Πάντα προκαλούσαμε έντονα …συναισθήματα σε εσάς τους αθάνατους.», χαϊδεύει στοχαστικά την γενειάδα του.
«Τους αγαπώ. Μα δεν τους αντέχω άλλο. Να έχουν την δύναμη της επιλογής και να διαλέγουν να τα κάνουν όλα …σκατά!», θυμώνω.
«Αληθές. Μα όλοι δεν κάνουμε λάθη, αγαπητέ μου;», με σκουντά χαμογελώντας με καλοσύνη και σοφία.
«Ναι. Αλλά δεν καταστρέφω ούτε τον πλανήτη τους, ούτε τις ζωές τους.», σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος και μόλις που συνειδητοποιώ την παιδικότητα της κίνησης μου.
«Πρέπει κάποτε να χάσεις τα πάντα, ώστε να εκτιμήσεις την σημασία του τίποτε.», μου λέει σαν τον Μάντη Κάλχα.
«Ποιο το νόημα τότε;», τον ρωτώ ανάβοντας άλλο ένα τσιγάρο.
«Το νόημα, φίλε μου, είναι να βρεις την δύναμη για να κάνεις μια νέα αρχή. Η ανθρωπότητα είναι γεμάτη από νέα ξεκινήματα. Κι αυτό είναι η μαγεία της ύπαρξης της.», λέει και με μία κίνηση μοιάζει σαν να αγκαλιάζει τον έναστρο, χειμωνιάτικο ουρανό.
«Ως πότε όμως θα έχουν τα περιθώρια για νέα ξεκινήματα; Είναι δίκαιο για κάποιον που έχει φθείρει τους γύρω του τόσο πολύ, να έχει το δικαίωμα για  τόσες νέες αρχές κάνοντας τα ίδια λάθη;», επιμένω.
«Όσο υπάρχουν θνητοί που υπερασπίζονται και αντιπροσωπεύουν την αληθινή ανθρώπινη υπόσταση, θα υπάρχουν ευκαιρίες. Επειδή αυτό είναι το δίκαιο. Να μην καταδικάζουμε ένα σύνολο από τα λίγα ή τα πολλά παραδείγματα του. Ίσως γι’ αυτό οι κάτοικοι του “εκεί έξω” αναμένουν το πότε θα είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε κι όχι ν’ ακουστούμε.», λέει και σηκώνεται όρθιος.
«Νόμιζα ότι θα καθόσουν λίγο ακόμα.», σηκώνομαι για να τον ξεπροβοδίσω.
«Έχουμε συνάντηση με τον Tolkien, τον Nietzsche και τον Αριστοφάνη.», χαμογελά πονηρά τρίβοντας τα χέρια του.
«Φιλολογική βραδιά;», ρωτώ απορημένος με την ξαφνική τσαχπινιά του.
«Ο Προμηθέας μας έφερε το “Dungeons and Dragons”. Θα σου φτιάξουμε κι εσένα ήρωα να έρχεσαι να μας βοηθάς όταν έχεις χρόνο.», εξηγεί αφήνοντας με άφωνο και φεύγει σφυρίζοντας το “Comfortably Numb”.

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.



Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Ο Χάρος και ο ιός της γρίπης

Ανοίγω τα μάτια (λέμε τώρα). Κόκκαλα τρίζουν. Μύτη που στάζει, όχι από ηδονή. Ένας λαιμός που είναι σαν να τον γδέρνουν γάτες. Αυτιά βουλωμένα. Άστα να πάνε! Είμαι για ολική απόσυρση κι αγορά καινούργιου …σκελετού.
Με βαριά βήματα φτιάχνω έναν ζεστό καφέ. Εισερχόμενη κλήση στο κινητό. Ποια άλλη θα με έπαιρνε τέτοια ώρα.
«Τι θες πρωί-πρωί, ρε μάνα;», βγαίνει όπως-όπως η βραχνή από την αρρώστια φωνή μου.
«Άρρωστος είσαι;», ακούω την φωνή της να χρωματίζεται από τον κλασικό πανικό.
«Εγώ και η μισή Ελλάδα. Θα ζήσω.», της λέω και μου κλείνει την γραμμή.
Κοιτάζω απορημένος το κινητό. Ακούγεται μια έκρηξη πίσω μου.
«Παναγιά μου!», κάνω και μου κόβεται η φωνή.
«Εξερχόμενη κλήση: Παναγία Θεοτόκος!», καλεί μόνο του το κινητό μου.
«Τερματισμός, γαμώ το κέρατο μου κι εσύ!», γρυλίζω στο κινητό. «Ρε μάνα, πες ότι έρχεσαι και μη με κοψοχολιάζεις έτσι!»
«Θα έρθει κι η γιαγιά!», δηλώνει ορθά κοφτά.
Μια δεύτερη έκρηξη πίσω μου επιβεβαιώνει τα λεγόμενα της.
«Το φάγανε το παιδί μου, οι παλιορεμπεσκέδες!», αρχίζει η γιαγιά τα ξεματιάσματα και τα θυμιατίσματα.
«Άσε τα θυμιατίσματα κι έλα να του κόψουμε καμιά βεντούζα!», βλέπω τη μάνα μου με πετρέλαιο, σφηνοπότηρα κι ένα αναμμένο κερί, λες και ετοιμάζει μολότοφ για τα Νοεμβριανά.
Με μια αγκαλιά-λαβή από τη γιαγιά, βρίσκομαι μπρούμυτα στο κρεβάτι.
«Ρε κορίτσια, να το συζητήσουμε! Ο λαιμός πονάει μόνο.», βγαίνει αχνά η φωνή μου.
«Κυκλοφορεί ιός της γρίπης! Με τις βεντούζες θα γίνεις σαν καινούργιος!», νιώθω ήδη τις βεντούζες να ρουφούν την πλάτη μου.
Δεν μπορώ να φωνάξω. Ένα καλαμάκι βρίσκεται στο στόμα μου.
«Ρούφα!», διατάζει η γιαγιά.
«Δεν-θέλω!», λέω δαγκώνοντας το καλαμάκι. Η μυρωδιά από φασκόμηλο ήδη μου ανακατεύει το στομάχι. «Θα σας ξεράσω!», λέω και προσποιούμαι ότι ετοιμάζομαι να κάνω εμετό.
Οι βεντούζες εγκαταλείπουν με θόρυβο το πονεμένο μου κορμί. Όχι να ξεράσω, ούτε να φωνάξω δεν έχω κουράγιο. Μάτια (λέμε τώρα) θολώνουν από δάκρυα πόνου. Δαγκώνω χείλια (λέμε τώρα). Ανασηκώνομαι στο κρεβάτι κι αισθάνομαι σαν… σαν την Μόνικα Μπελούτσι στο “Μη Αναστρέψιμος”. Είναι ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να με κατανοήσει αυτήν ακριβώς τη στιγμή.
Ένα τσουκάλι βράζει και χοροπηδά το καπάκι του. Κοτόσουπα. Το φλιτζάνι με το φασκόμηλο στο στόμα μου και κατεβάζω γουλιές με το ζόρι. Αισθάνομαι και μια άλλη γεύση μέσα στο φασκόμηλο… Κονιάκ! Κοιτάζω τριγύρω και βλέπω τον παππού Χάος, να έχει χωθεί δίπλα μου στο κρεβάτι. Κλείνει πονηρά το μάτι και ψιθυρίζει κάτω από το πάπλωμα:
«Δεν το ξέρει η ξενέρωτη. Είχε προσφορά το δωδεκάρι ο Διόνυσος στο μίνι μάρκετ. Θα γίνεις καλά μέχρι να πεις κύμινο.»
Κατεβάζω το φασκομηλοκονιάκ στο άψε-σβήσε! Καίγεται η καταπιόνα μου, αλλά το φχαριστιέμαι. Σκάει και γκουρμέ κοτόσουπα από τα κορίτσια. Τι να τους πω έτσι όπως με κοιτάνε… Η έγνοια και η αγωνία των μανάδων και των γιαγιάδων όλου του κόσμου μέσα στα μάτια τους. Τους χαμογελώ και ξεκινώ με ρούφηγμα απόλαυσης να κατεβάζω τρία πιάτα κοτόσουπας, το ένα πίσω από το άλλο, απολαμβάνοντας την έντονη αίσθηση του λεμονιού στο αυγολέμονο.
Παραδόξως αισθάνομαι περδίκι και οι νοσοκόμες μου με εγκαταλείπουν ικανοποιημένες  για την πορεία της υγεία μου. Ο παππούς βγαίνει από την κρυψώνα του κουνώντας το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.
«Ρε ας μην κατέβαζες το δωδεκάρι και θα σου έλεγα εγώ πώς θα ήσουν! Την παλιόγρια! Σε σένα κοτοσουπίτσες, φασκομηλάκια και βεντουζίτσες! Εγώ όποτε αρρωσταίνω την μόνη που μου φωνάζει είναι την πα…»
«Παναγία Θεοτόκος: εξερχόμενη κλήση!», ακούμε πια να λέει η σεξουαλική φωνή του κινητού μου κοροϊδευτικά.
Υγιαίνετε!


Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Ο Χάρος και η καρπουζοχαρά

Έχω τα κάτω μου αυτές τις μέρες. Ο Διόνυσος ήρθε, με πήρε από το χέρι κι εγώ μουτρωμένος σαν πεντάχρονο τον άφησα να με διακτινίσει. Βρεθήκαμε στην Θεσσαλονίκη. Τον κοίταξα στραβά κι εκείνος μου έδειξε την παλάμη του, προειδοποιώντας με ότι δεν θα ανεχτεί άλλη γκρίνια.
Πήραμε από δυο μπύρες και καθίσαμε σε ένα πεζούλι στην νέα παραλία της Σαλόνικας. Απέναντι μας ένας χαμογελαστός, ψηλός κι αδύνατος τυπάς με καπελάκι και κιθάρα. Τον μπαγάσα, λες και είχε το χαμόγελο κολλημένο στο στόμα. Έψαξα για κανένα ψιλό και πήγα να του το αφήσω. Φόραγα το t-shirt με το δρεπάνι και μου έριξε ένα χαμόγελο φλασιά για ευχαριστώ, ξεκινώντας ένα κομμάτι για κάτι ρακές στο Μπαλί. Έχω πέσει κάτω και κοπανιέμαι από τα γέλια με τους στίχους. Αυτοσχεδίαζε κιόλας το τσογλάνι! Εκεί που έχουμε κάνει κεφάλι και μας διασκεδάζει για τα καλά, σταματά και μας λέει:
«Μάγκες, ώρα για ξεκούραση!», είπε και κάθισε παρέα μας στρίβοντας ένα τσιγάρο.
«Πώς σε λένε, ρε καρντάσι;», τον ρωτά χαμογελαστός ο Διόνυσος και του δίνει μια παγωμένη μπύρα.
«Joey, αδερφέ κι ευχαριστώ για το μπυρόνι. Εσύ ποιος είσαι;», ανάβει το τσιγάρο του χαμογελώντας πάντα.
«Εγώ είμαι ο Διόνυσος και το παλικάρι από δω ο Χάρος. Γιατί πήρες τους δρόμους, ρε Joey;», τον ρωτά κι ο δικός μου μέσα στη τρελή χαρά.
«Τους δρόμους τους πήρα για να μαζέψω ιστορίες και να τις διηγηθώ μέσα από τα τραγούδια μου!», κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα.
«Δηλαδή είσαι ένας του δρόμου;», γελάει ο Διόνυσος.
«Κάτι τέτοιο. Το παλικάρι από δω γιατί έχει τις μαύρες του;», με δείχνει με το βλέμμα.
«Δεν μπορεί να βρει γυναίκα, η μάνα του τον πρήζει, η δουλειά του …πεθαμένη. Καταλαβαίνεις.», περιγράφει το τσογλάνι το άλλο, αγνοώντας επιδεικτικά το δολοφονικό μου βλέμμα.
Αρπάζει τότες ο ψηλός την κιθάρα, σηκώνεται όρθιος και αρχίζει να μου τραγουδά:
«…Δε θέλω κλίκες, ούτε ίντριγκες και φρίκες,
δε θέλω να 'χω κάποιον να λέω αφεντικό.
Δε θέλω ειδήσεις, μα ούτε και λεφτά και κρίσεις
μονάχα ανατολές και δύσεις, να βλέπω όταν ξυπνώ…»
Μας μεταδίδει την χαρά του, όπως τα ξερόχορτα την πυρκαγιά. Έχουμε σηκωθεί σαν groupies και χορεύουμε με τα μπουκάλια της μπύρας, στο καγκελάκι πλάι στις «ομπρέλες». Ο κόσμος περπατά και γελά απολαμβάνοντας το κέφι του ψηλού και την ξεφτίλα τη δικιά μας ως καρικατούρες Μπολσόι. Σταματάμε λαχανιασμένοι. Νιώθω -θα τολμήσω να πω- χαρούμενος! Νταξ. Κάτι άλλο βάζουν στις μπύρες εδώ κι είμαι διατεθειμένος να το διασταυρώσω. Μου έρχεται ειδοποίηση για νέα παραλαβή μεταφοράς και αρχίζω μέσα μου τα καντήλια.
«Ψηλέ, εμείς πρέπει να την κάνουμε. Το παιδί από δω πρέπει να γυρίσει στη δουλειά.», με δείχνει με τον αντίχειρα ο Διόνυσος ενώ του σφίγγουμε το χέρι.
«Πού μπορούμε να σε ακούσουμε ξανά, ρε Joey;», του λέω ενώ με χτυπά φιλικά στην πλάτη.
«Αυτή την Κυριακή ελάτε στο Διώροφο, μάγκες! Ελπίζω να ρεπάρεις, ρε Χαρούλη! Διαφορετικά με καλό καιρό θα με βρίσκετε εδώ.», λέει και μας κουνάει φιλικά το χέρι σε αποχαιρετισμό.
Επιστρέφοντας στη βάρκα μου, ακόμα έχω κολλημένο εκείνο το χαμόγελο του πιτσιρικά στο πίσω μέρος του εγκεφάλου μου. Είναι παράξενο και συνάμα μαγικό το πώς ένας άγνωστος στο δρόμο μπορεί να σου σκορπίσει απλόχερα το δώρο της χαράς και της ανεμελιάς. Της καλοκαιρινής καρπουζοχαράς μέσα στο φθινόπωρο.
Αν πάτε ποτέ προς τη μαγική Σαλόνικα, περάστε με λιακάδα εκεί στο καγκελάκι στην νέα παραλία πλάι στις «ομπρέλες». Θα σας περιμένει ο Joey με την κιθάρα του την Μικρή να σας κάνει να μερακλώσετε και να χαμογελάσετε. Χαμογελώ κι εγώ καθώς θυμάμαι ένα από τα τραγούδια του και σας αφήνω με αυτό.

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.
https://www.youtube.com/watch?v=cSaLwhSUUVM

Πρώτη δημοσίευση στο www.iporta.gr

Ο Χάρος και η Σφίγγα

Καθόμουν με το κινητό στο χέρι και ενημερωνόμουν για τις συγκλονιστικές εξελίξεις στην Αμφίπολη –επειδή όλα τα άλλα προβλήματα τα έχετε λύσει εκεί στο Ελλαδιστάν- όταν με πήρε η μάνα μου στο κινητό.
«Πού είσαι;», με ρωτά απότομα.
«Στο Μπαλί με δύο Τσέχες. Τι θες;», της απαντώ επίσης απότομα.
«Να σοβαρευτείς και να με κάνεις γιαγιά.», δηλώνει για δισεκατομμυριοστή φορά.
«Θα τις ρωτήσω αν είναι στις γόνιμες μέρες τους και θα σε ξανακαλέσω.», λέω και πάω να κλείσω τη γραμμή.
«Το βραδάκι θα βγεις με μία κοπέλα της προκοπής.»,  μου δηλώνει ορθά κοφτά.
«Μάνα, πάλι μαλακία έκανες;», αρχίζω να εκνευρίζομαι.
«Στις 10 σας έχω κρατήσει τραπέζι. Να ντυθείς σαν άνθρωπος και να πας να την συναντήσεις εκεί!», λέει και μου κλείνει το τηλέφωνο στα μούτρα την ώρα που ουρλιάζω:
«ΜΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ!!!»
Είχα δύο επιλογές. Ή να μην εμφανιστώ ποτέ στο νιοστό ραντεβού στα τυφλά που μου έχει κλείσει η μάνα μου, ή να παραιτηθώ από Χάρος και να πάω εξορία σε έναν γαλαξία που δεν θα με βρει η μάνα μου. Επειδή δεν υπάρχει τέτοιος γαλαξίας, έκανα την καρδιά μου πέτρα, ξανά κι ετοιμάστηκα για το ραντεβού. Νταξ, μωρέ. Τι καλύτερο είχα να κάνω; Να δω το καινούργιο επεισόδιο από το Sons of Anarchy ή το Under the dome τρώγοντας σουβλάκια με τον Διόνυσο.
Έφτασα στο εστιατόριο που μας είχε κλείσει τραπέζι η μάνα. Πώς θα την αναγνώριζα; Θα κρατούσε λέει ένα βιβλίο του Τάσου Λειβαδίτη. Πάλι βαρεμένη μου βρήκε. Να την. Ωραίο πρόσωπο. Σώμα λιονταριού και φτερά αετού. Ώρες ώρες αναρωτιέμαι αν νομίζει η μάνα μου ότι είμαι κτηνοβάτης, επειδή μια φορά τα είχα με μία σειρήνα. Παίρνω βαθιά ανάσα και την καλησπερίζω.
«Γεια σου, Σφίγγα. Είμαι ο …»
«…Γιος της νυκτός και του σκότους. Απόγονος της Γαίας και του Χάους. Μίασμα αγάπης αιμομικτικής, ποια να είναι η δική σου κατάρα;»
Μένω με το χέρι τεντωμένο. Δεν αρχίσαμε καλά.
«Εμ, ναι. Να καθίσω ή προτιμάς κάτι στα όρθια;»
Με κοιτάζει αποδοκιμαστικά, αλλά μου γνέφει να καθίσω.
«Ωραίο άρωμα. Ποιο είναι;»
«Το άρωμα μου φερμένο από της ανατολής το στήθος στης δύσης το πέλαγο, σε νησί Ομηρικό.»
«Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, ε;», προσπαθώ να την κάνω να γελάσει, αλλά εις μάτην.
Παραγγέλνουμε και με κοιτάζει ερευνητικά. Κι όχι επειδή με θεωρούσε κελεπούρι. Φάγαμε μέσα σε αμήχανη σιωπή με εκείνη να διαβάζει το βιβλίο της. Μόλις τελείωσε το φαγητό μου λέει:
«Η δική μας μείξη είναι εκ φύσεως καταραμένη, σαν το άνθος της νυκτός που η ανατολή μαραίνει.», σηκώνεται αγέρωχη και με αφήνει σύξυλο με τον λογαριασμό.
Ακούω πίσω μου ένα γνωστό κακαριστό γέλιο.
«Ρε μαλάκα, πάλι ραντεβού στα τυφλά σου έκλεισε; Δεν φτάνει που στο έκλεισε, πήγες και από πάνω;;;», δώσ’ του γέλια ο Διόνυσος.
Σηκώνομαι εκνευρισμένος, πληρώνω και ξεκινάω να γυρίσω στη βάρκα μου. Ο άλλος με ακολουθεί γελώντας σαν ύαινα. Μπαίνω στη βάρκα και ξεκινάω το κουπί στρίβοντας ένα τσιγάρο. Χτυπά το κινητό.
«Πώς πήγε; Δεν πιστεύω να το τρόμαξες το κορίτσι;», ακούω την μάνα μου να ρωτά.
«Αυτή με το σώμα λιονταριού και τα φτερά αετού λες; Έτσι και μου ξανακλείσεις ραντεβού και με αναγκάσεις να πάω, θα τα φτιάξω με τον Διόνυσο και θα πω στον Ερμή να το κοινοποιήσει σε όλους μας τους συγγενείς!», της κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα.
«Ρε μαλάκα, έπρεπε να μου το πεις ότι με γουστάρεις!», μου πεταρίζει τις βλεφαρίδες του ο Διόνυσος.
Του χαμογελώ και του ρίχνω μία με το κουπί. Νιώθω μια βαθιά ικανοποίηση βλέποντας τον να πέφτει στο νερό. Μια μούντζα βγαίνει σαν περισκόπιο από το νερό και σκάμε κι οι δυο μας στα γέλια.
Μακριά από τις μανάδες και τα ραντεβού τους. Μου πήρε σχεδόν μια αιωνιότητα για να το αντιμετωπίσω. Ελπίζω να τα πάτε καλύτερα! Με τις υγείες μας!  

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Πρώτη δημοσίευση στο www.iporta.gr

Ο Χάρος και ο Μέγας Αλέξανδρος

Μία από τις ελάχιστες απολαύσεις που μπορώ να διατηρώ κατά καιρούς, είναι η συναναστροφή μου με διάσημους νεκρούς. Σας διαβεβαιώνω ότι στον Κάτω Κόσμο είναι στα καλύτερα τους.
Καθόμουν λοιπόν τις προάλλες σε ένα αλλοπρόσαλλο πηγαδάκι.
«Ακούσατε τις φήμες για τον τάφο που ανακαλύφθηκε;», έβαλε την ερώτηση στο «τραπέζι» η Μαρία Κάλλας.
«Για την Αμφίπολη λες, χρυσή μου;», τη ρώτησε με το αιώνιο μπλαζέ του ύφος ο Λόρδος Βύρωνας.
«Exactement!», χαμογέλασε εκείνη με νόημα. «Λένε ότι είναι του Μεγάλου Αλεξάνδρου.»
«Τρίχες, αγαπητοί μου φίλοι!», σχολιάζει από μία γωνία καπνίζοντας ευλαβικά την πίπα του ο Αριστοφάνης.
«Μα pourquoi pas, monsieur Aristofanis?», τον ρωτά με έκπληκτο ύφος η Μαρία.
«Μωρή, ακόμα και πεθαμένη γαλλικά θα μιλάς;;;», την πειράζει εκείνος και γελούν μαζί παιχνιδιάρικα. «Δεν ξέρω. Πες το απλώς προαίσθημα.», καταλήγει στο τέλος
«Αν λάβουμε υπόψιν μας τις ιστορικές πληροφορίες και τα αποτελέσματα των ερευνών, δεν απορρίπτεται εντελώς το ενδεχόμενο να είναι ο τάφος του.», σχολιάζει ο Ησίοδος.
Στρίβω ένα τσιγάρο και χαμογελώ ενώ τους ακούω να συζητούν. Μοιάζουμε σαν ένα τσίρκο τεράτων κλεισμένοι σε ένα άσυλο ψυχικά ασθενών. Ακολούθησε μια εκκωφαντική σιωπή. Περίεργος σήκωσα το κεφάλι μου και τους αντίκρισα να με κοιτούν με χαμόγελα αναμονής.
«Τι έγινε, ρε παιδιά; Με ερωτευτήκατε όλοι μαζί και δεν ξέρετε ποιος θα με πρωτοδοκιμάσει;», τους πειράζω και γελούν.
«Προς τι το προηγούμενο μειδίαμα σας, αγαπημένε μας Χάρε;»,  ρώτησε παιχνιδιάρικα ο Αριστοφάνης.
Δεν λες ποτέ σε πεθαμένους ότι μοιάζουν με τέρατα κλεισμένα σε τρελοκομείο. Κανόνας και αξίωμα μαζί.
«Νομίζω ότι συμφωνώ με εσάς, αγαπητέ μας σατυρικέ ποιητή.», λέω και ανάβω το τσιγάρο μου.
«Τι σας κάνει να το πιστεύετε αυτό; Μην μου πείτε και εσείς, αγαπητέ μεταφορέα των ψυχών, ότι το προαισθάνεστε!», απλώνει τα χέρια του σαν να θέλει να αγκαλιάσει το κοινό του ο Ησίοδος.
«Ας το πάρουμε λογικά. Ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε κάπου στην Βαβυλώνα λίγο πριν την έναρξη του περίπλου της Αραβίας και την εξερεύνηση των ακτών της Βόρειας Αφρικής. Θεωρείτε ότι θα διακινδύνευαν τη σωρό του σημαντικότερου άνθρωπου εκείνης της εποχής, μόνο και μόνο για να ταφεί πίσω στα πατρικά του εδάφη;», τους ρωτώ χαμογελώντας ευγενικά.
«Μα δεν θα ήθελε να τον δοξάσουν και μετά θάνατον; Ήδη τον λάτρευαν τότε.», σχολίασε η Κάλλας.
«Ναι, αξιολάτρευτη μου ντίβα, μα πλέον ήταν νεκρός. Αλλάζουν τα δεδομένα στον ζωντανό κόσμο όταν πάψεις να ζεις. Ειδικά όταν πρόκειται για έναν μεγάλο στρατηγό και κατακτητή. Εσείς ήσασταν ένα καλλιτεχνικό πλάσμα που όλοι σας λάτρευαν και θα σας λατρεύουν. Τον Αλέξανδρος όμως; Μήπως ο φθόνος και η θέληση για εκδίκηση τότε, να γιγαντώνονταν εναντίον του στη θέα ενός ανυπέρβλητου μαυσωλείου; Μήπως ο ίδιος το προείδε, έξυπνος όπως ήταν κι αποφάσισε τη μυστική ταφή του, ίσως και καύση του για να αποφύγει τη σύληση του νεκρού σώματος του και της υστεροφημίας του;», ολοκλήρωσα την σκέψη μου.
Όλοι κοιτάξαμε πέρα στα υπέροχα λιβάδια που απλώνονταν χρυσά και σμαραγδένια. Ένας υπέροχος και δυναμικός καλπασμός ακούστηκε. Τον είδαμε πάνω στον αγαπημένο του φίλο. Μεγαλειώδεις κι οι δυο τους.
«Είναι όμως λίγο ψώνιο.», σχολίασε χαμογελώντας πονηρά ο Αριστοφάνης.
«Αν είχα κατακτήσει τον τότε γνωστό κόσμο, θεωρώ πως κι εγώ θα ήμουν λίγο.», αποκρίθηκε ο Βύρωνας λίγο αυτάρεσκα.
«Αγαπητέ μου, εσείς είχατε κατακτήσει τον τότε γνωστό γυναικείο κόσμο.», χαμογέλασε φλερτάροντας η Μαρία.
«Χωρίς να έχω την τύχη να κατακτήσω εσάς, ma Chérie!», φίλησε χαμογελώντας πονηρά το χέρι της ο ερωτιάρης Λόρδος.
 «Έι! Μέγα Στρατηλάτη! Φήμες λένε ότι βρήκαν τον τάφο σου! Τι λες;», του φώναξα κουνώντας το χέρι μου σε χαιρετισμό.
Ύψωσε το χέρι του σε ανταπόδοση του χαιρετισμού και μου χαμογέλασε με το γνωστό σπινθηροβόλο βλέμμα του.
«Μόνο ο καλύτερος θα μπορούσε, ω Χάρε! Δυστυχώς ο νέος κόσμος έχει αξιοσημείωτη έλλειψη τέτοιων ανθρώπων. Εκτός κι αν τους το μαρτύρησες εσύ.», χαμογέλασε συνωμοτικά.
Ένωσα τα χέρια μου σε προσποιητή προσευχή κι ένα τεράστιο δαχτυλίδι καπνού από το τσιγάρο μου, σχημάτισε πάνω από το κεφάλι μου ένα φωτοστέφανο. Μας χαιρέτισε με χάρη κάνοντας τον Βουκεφάλα να σταθεί στα δύο πισινά του πόδια και κάλπασε στον ορίζοντα.
«Το ήξερα ότι σου το έχει εκμυστηρευτεί!», μου χαμογέλασε η Μαρία.
«Έχει όμως στυλ!», παρατήρησε ο Βύρωνας.
«Όλοι οι διάσημοι έχουμε!», πρόσθεσε ο Αριστοφάνης κλείνοντας το μάτι στη Μαρία.
«Λίγοι όμως γίνονται θρύλοι.», ολοκλήρωσε ο Ησίοδος κοιτάζοντας μαζί μας τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Βουκεφάλα να χάνονται πέρα στον χάλκινο ορίζοντα.
  
Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Πρώτη δημοσίευση στο www.iporta.gr

Ο Χάρος και το φιλανθρωπικό μπουγέλο

Μέσα στα νεύρα. Άλλοι ποστάρουν φωτογραφίες και selfies από τις διακοπές τους. Άλλοι τουιτάρουν κιόλας καλούς χειμώνες. Λες και δεν καταλάβαμε ποιοι πήγαν διακοπές και ποιοι τους ρίχναμε διακοποκατάρες! Ας είναι. Θα το καταπιώ και αυτό.
Εκεί που αισθάνομαι γλυκός και πράος ωσάν τον Βούδα τρώγοντας ένα παγωτό σε ξυλάκι. Ένα εισερχόμενο μήνυμα δονεί το κινητό μου. Νέο βίντεο. Γουρλώνω τα μάτια μου. Ο Απόλλωνας μαζί με πέντε Μούσες να του ρίχνουν έναν κουβά με παγωμένο νερό και με παγάκια πάνω στο ημίγυμνο κορμί του.
«Τα επόμενα πρόσωπα που προκαλώ είναι ο Διόνυσος και ο Χάρος.», λέει με το γάργαρο νερό να κυλά στο ομώνυμο Απολλώνιο σφριγηλό κορμί του, χαμογελώντας πλατιά μέσα από την αγκαλιά των Μουσών.
Διακτινίζεται ο Διόνυσος δίπλα μου.
«Ρε, τι έπαθε ο Φοίβος και παριστάνει την πρωταγωνίστρια του Flashdance;», τον ρωτώ εκνευρισμένος.
«Άσε με, τον μαλάκα! Αντιγράφει το ice bucket challenge!», συνεχίζει ο Διόνυσος κουνώντας το χέρι του αποδοκιμαστικά.
«Τι είναι αυτό πάλι;», τον ρωτώ απορημένος.
«Ξεκίνησε το καλοκαίρι σαν ευαισθητοποίηση για την δημιουργία του ιδρύματος Αμυοτροφικής Πλάγιας Σκλήρυνσης (ALS). Κάθε παγωμένος κουβάς μπουγέλο αντιστοιχεί σε δωρεά 10 δολαρίων. Μετά προκαλείς τους επόμενους δύο. Αν αρνηθείς, πληρώνεις 100 δολάρια πρόστιμο.», μου εξηγεί.
«Το κάνουν όλοι;», τον ρωτώ.
«Κυρίως διάσημοι.», μου απαντά.
«Δηλαδή θέλεις να μου πεις ότι οι περισσότεροι, αντί να βάλουν το χέρι στην τσέπη, προτιμούν τα πέντε λεπτά δημοσιότητας και χαβαλέ;», τον ρωτώ διατηρώντας την ψυχραιμία μου.
«Ε εντάξει, ο Charlie Sheen, αν δεν με απατά η μνήμη μου, δώρισε και 10.000 δολάρια.», μου λέει με μία ανάλαφρη κίνηση του χεριού του.
«Ρε φίλε, ok. Αυτός βγάζει περίπου στα 30 εκατομμύρια τον χρόνο. Ο Bill Gates κοστίζει μόνος του φέτος 76 δισεκατομμύρια δολάρια! Ούτε να τα φανταστώ δεν μπορώ τόσα λεφτά! Μη με εκνευρίζεις. Έργο θα έκαναν, αν δώριζαν παραπάνω ή έστω τα μισά από όσα βγάζουν. Έργο θα έκαναν, αν προέτρεπαν κόσμο να ενημερωθεί και να βοηθήσει. Έργο θα έκαναν, αν όλα αυτά τα γαλόνια νερό, τα έστελναν σε χώρες φτωχές, σε χώρες εμπόλεμες, που τόσο νερό το βλέπουν μόνο σε όνειρο ή σε καμιά διαφημιστική αφίσα!», του λέω δαγκώνοντας το παγωτό εκνευρισμένος.
«Ρε συ, μην είσαι απόλυτος. Σαν κίνηση είναι σαν αλυσίδα προτροπής. Έστω και με τέτοιο απλοϊκό τρόπο ενημερώνεται ο κόσμος.», μου λέει καλοπροαίρετα, όπως πάντα.
«Ε ναι! Να μην ενημερωθεί το καταναλωτικό κοινό πόσο γλυκούλης και ψυχοπονιάρης είναι ο αγαπημένος του καλλιτέχνης; Δεν πειράζει όμως που όταν τελειώσει το καλοκαίρι οι απανταχού Διάσημοι γλυκούληδες και ψυχοπονιάρηδες θα έχουν κάνει την διαφήμιση και την προβολή τους. Ε ας κερδίσει το ίδρυμα κάποια χρήματα, για να πουν ότι κάτι έγινε.»
Ανασήκωσε τους ώμους του ελαφρώς προβληματισμένος.
«Όπως και να έχει, δεν μπορείς να καταδικάζεις όλη την κίνηση.»
«Όχι, μωρέ. Αλλά θα ήταν γαμάτο να δω έναν από αυτούς τους Διασημούληδες να εξηγεί σε έναν άστεγο, για παράδειγμα, που αυτή την στιγμή καίγεται από την ζέστη στο κέντρο της Νέας Υόρκης και που πιθανώς να μην έχει ούτε να νερό να πιει, το λόγο που ταυτόχρονα, κάπου κοντά του, αδειάζει κουβάδες και πέφτει σε πισίνες.»
Μου χαμογελά και μου κλείνει το μάτι.
«Με τον Απόλλωνα τι θα κάνεις;», με ρωτά πονηρά.
Βγάζω μία φωτογραφία το ξυλάκι που απέμεινε από το παγωτό και την στέλνω στον Απόλλωνα. Ο Διόνυσος με κοιτάζει απορημένος. Του δείχνω τη λεζάντα κάτω από την φωτογραφία.
«Αυτό να το βάλεις στα Απολλώνια παγωμένα σου οπίσθια, μπας και γίνεις επιτέλους παγωτό.»

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Πρώτη δημοσίευση στο www.iporta.gr