Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Ο Χάρος και η κατσαρίδα

Ήμουν κουκουλωμένος με το πάπλωμα κι έβλεπα το τελευταίο επεισόδιο από το “The Vikings” τρώγοντας πίτσα, όταν μια έκρηξη διακτινισμού με έκανε να πεταχτώ στο ταβάνι πάνω στο καλύτερο σημείο του επεισοδίου.

“Τι θα γίνει, ρε μάνα;;; Τηλέφωνα δεν υπάρχουν;”
“ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΑΤΣΑΡΙΔΑ ΣΤΟ ΜΠΑΝΙΟ!”, ουρλιάζει όλο τρόμο με την ρόμπα και τα μπικουτί στο κεφάλι η μάνα μου.
“Ε και τι θέλεις; Να την πάω στο σαλόνι;”, της αντιγυρίζω πατώντας την παύση στο dvd player.
“Να έρθεις να την σκοτώσεις!”, απαίτησε με δάκρυα στα μάτια.
“Ρε μάνα, πάς καλά; Γιατί να σκοτώσω κατσαρίδα στον Κάτω Κόσμο; Ο μπαμπάς γιατί δεν την διώχνει; ”
“Έφυγε πρώτος ο χέστης! ΕΛΑ ΤΩΡΑ ΣΟΥ ΛΕΩ!!!”, τσίριξε η μάνα.

Τι να κάνω. Έβαλα τον πρόχειρο χιτώνα και διακτινιστίκαμε μαζί στο σπίτι της. Φτάνω στο μπάνιο και να σου η μικρή Τερέζα στην μπανιέρα να παίρνει το αφρόλουτρο της. Είμαι με την παντόφλα έτοιμη στο χέρι, όταν γυρνάει πανικόβλητη προς το μέρος μου και τσιρίζει σαν την Janet Leigh στη σκηνή του ντουζ από το Psycho.

“ΒΓΕΣ ΕΞΩ, ΑΛΗΤΗ!!!”, αναφωνεί πετώντας μου αφρόλουτρα, σφουγγάρια και πετσέτες.

Έχω μείνει άναυδος να τρώω στο κεφάλι και στο σώμα ό,τι αντικείμενο μου πετά η κατσαριδούλα, η μικρή Τερέζα που δεν πάτησε το τέζα. Τι ζω πάλι, ο μαύρος!

“Κοπελιά, δεύρο έξω. Έχεις κατασκηνώσει σε ξένο μπάνιο.”, της λέω αφού ανακτώ την ψυχραιμία μου.
“Α μπα! Και πού να πάω δηλαδή; Κατσαρίδα είμαι. Θέλω υγρασία και ζεστασιά.”, μου λέει σταυρώνοντας τις κεραίες της αμυντικά.
“Κανονικά έπρεπε να σε περάσω απέναντι με τη βάρκα μου. Πώς το έσκασες;”, την ρωτώ απορημένος.
“Γύρνα από την άλλη να ντυθώ και θα σου πω.”, με παρακαλεί.

Γυρνάω τα μάτια μου στο ταβάνι και της κάνω την χάρη.

“Λοιπόν; Πώς ξέφυγες από την βάρκα μου;”, την ρωτώ αυστηρός.
“Με βοήθησε ο παππούς Χάος.”, μουρμουρίζει κατεβάζοντας τις κεραίες της.

Ποιος άλλος… Τι να της είπε το στόμα του πάλι και τρομοκρατήθηκε το ζωντανό… εεε… το ψόφιο…. Τέλος πάντων!

“Καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να μείνεις εδώ, έτσι;”, της λέω με συμπάθεια. “Ότι κι αν σου είπε ο παππούς, το έκανε για να κάνει πλάκα στη μάνα μου. Τα συνηθίζει κάτι τέτοια.”
“Εννοείς ότι δεν υπάρχει δωμάτιο που θα με σκοτώνουν συνέχεια με παντόφλες και παπούτσια;”, με ρωτά με μάτια γεμάτα ελπίδα.
“Α μπα. Συνήθως μας αρέσει να βασανίζουμε τους θνητούς. Όχι τα ζώα. Αρκετά τραβάτε ζωντανά. Υπάρχει ρήτρα και από τους Θεούς και από τους Δαίμονες. Απλά συμμετέχετε καμιά φορά στα βασανιστήρια των θνητών. Ξέρεις. Καμιά πλουσιογκόμενα που δεν αντέχει την συνομοταξία σας. Αλλά εσείς δεν παθαίνετε τίποτα. Δεν το επιτρέπουμε.”
“Ω μα τι ρατσισμός! Να υπομένουμε τόσα βασανιστήρια επειδή μας θεωρούν απεχθείς. Άνθρωποι… Μόνο με σκυλάκια, γατάκια και μοσχαράκια συγκινούνται. Ενώ εμάς και τα κουνούπια μας σκοτώνουν δίχως δεύτερη σκέψη.”, κουνάει την κεραία της απαξιωτικά.
“Άκου να δεις. Επειδή θέλω να δω το επεισόδιο και βαριέμαι να σε πάω τώρα απέναντι. Δεν έρχεσαι στο δικό μου μπάνιο και σε περνάω αύριο στο σπα του Παραδείσου;”, της κλείνω το μάτι πονηρά.
“Υπάρχει στ’ αλήθεια τέτοιο μέρος;;;”, με ρωτάει χαμογελώντας.
“Ε τι; Ψέματα θα λέμε; Άντε πάμε γιατί είμαι πτώμα… εεε… κουρασμένος και θέλω να φάω.”

Κρύφτηκε πανευτυχής στην τσέπη του χιτώνα μου και διακτινιστίκαμε παρέα στη βάρκα μου. Είναι όμορφο, έως αναζωογονητικό, να βλέπεις την ελπίδα στα μάτια ακόμα και του πιο μικρού και ίσως αποκρουστικού πλάσματος για την ύπαρξη ενός τόπου γαλήνης κι ευτυχίας. Υπάρχει πάντα τόπος για έναν μικρό παράδεισο, ακόμα και για μία ταπεινή, μικρή κατσαριδούλα.


Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

ΥΣ. Καμία κατσαρίδα δεν κακοποιήθηκε ή θανατώθηκε για την δημιουργία αυτού του επεισοδίου.

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Ο Χάρος και η μέρα του Αγίου Απαυτούλη

Αφού επέζησα της γρίπης σας γράφω πλέον σώος και φρενοβλαβής. Ναι, καλά διαβάζετε: φ ρ ε ν ο β λ α β ή ς .

Είναι οι μέρες του χρόνου που αποφασίζω να διατηρώ χαμηλό προφίλ με φίλους και συγγενείς. Είναι οι μέρες του χρόνου που, τον τελευταίο αιώνα τουλάχιστον, έρχομαι σε δύσκολη θέση …για να μην βρίσω. Η μητέρα κι η γιαγιά μου υπενθυμίζουν ότι είμαι μπακούρης. Οι φίλοι μου προσπαθούν να μου κλείσουν ραντεβού δήθεν τυχαίων γνωριμιών και οι γνωστοί γλυκαναλατίζουν περί ρομαντικών συνευρέσεων με τα έτερα ήμισυ.

Ασφαλώς δεν είναι κακό να ερωτεύεσαι. Ούτε είναι κακό να κάνεις σαχλά και άχρηστα δωράκια (συγγνώμη αλλά τις περισσότερες φορές τα δωράκια και τα λουλούδια αυτής της «γιορτής» είναι παντελώς άχρηστα, εκτός κι αν έχουν σχέση με σεξ). Είναι εκνευριστικό να διαπομπεύεις τον έρωτα σου (βλέπε βαρύγδουπους όρκους στα social media και selfies σε καθημερινή βάση). Είναι εκνευριστικό να νομίζεις ότι διατυμπανίζοντας τον νιώθεις δικαιωμένος στο έτερον ήμισυ. Είναι αστείο να τρως υπό το φως των κεριών, όταν τα απεχθάνεσαι, να ακούς ρομαντική μουσική, όταν δεν θα την άκουγες στο σπίτι σου κι είναι τέλος πάντων μία ανόητη “απόδειξη” των συναισθημάτων σου. Τι δεν καταλαβαίνεις;

Κατά τον Διαφωτισμό στον ρομαντισμό, κυρίαρχο στοιχείο είναι το συναίσθημα αντί της λογικής. Συναίσθημα, όχι σοκολατάκια (καλά αυτό το αντιπαρέρχομαι γιατί τα τσακίζω), ρομαντικά ντινέρ σε εστιατόρια, άχρηστα δωράκια που τα καταχωνιάζεις για να μην νιώθεις αμηχανία. Δώσε ένα ξαφνικό παθιασμένο φιλί. Πάρε το έτερον ήμισυ από το χέρι και άντε μια βόλτα. Φτιάχτου το αγαπημένο του φαΐ, ρε κοπελιά! Τι να το κάνω το αρκουδάκι; Δεν είμαι τριών! Τι να το κάνω το λουλούδι; Είμαι και αλλεργικός. Γιατί να δω το 50 αποχρώσεις του Γκρέι; Δεν είμαι μεγιστάνας ανωμαλιάρης με διαταραγμένη νηπιακή ηλικία (εδώ οι απόψεις διίστανται) που ερωτεύεται φτωχούλα πλην τιμιούλα παρθενούλα και κάνουν παθιασμένο σεξ με βοηθήματα.

Ο Διόνυσος με κοιτάζει ενώ γράφω αυτά και μου κάνει την παλινδρομική χειρονομία του αυνανισμού. Του δίνω ένα μεγαλοπρεπές φάσκελο και με τα δύο χέρια και μου πετάει ένα κουτί προφυλακτικά.

“Σε καλή μου μεριά!”, του χαμογελώ σαρκαστικά βάζοντάς τα στη τσέπη μου.
“Τι σε καλή μεριά, ρε μαλάκα; Αχρησιμοποίητα θα λήξουν.”, μου αντιγυρίζει εκείνος.
“Μην ανησυχείς. Θα τα φουσκώσω στο πάρτι γενεθλίων σου.”, συνεχίζω ατάραχος.
“Ρε ερωτεύσου! Θα ξανανιώσεις!”, με καλοπιάνει.
“Όταν βρω το κουμπί του αυτόματου ερωτευσίματος θα σε ενημερώσω.”, σφουγγαρίζω τη βάρκα ανέμελος.

Διότι θέλει μεράκι ο έρωτας, καμάρια μου. Μεράκι, χιούμορ, ευρηματικότητα, σατανικές πεταλούδες που εισχωρούν στο στομάχι σου κι έναν κεραυνό που σε βαράει κατακούτελα ενώ εσύ περπατάς αμέριμνος.


Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.