Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Ο Χάρος σας εύχεται

Ξέρεις πού βρίσκομαι. Ανάσκελα στην πλώρη καπνίζοντας τσιγάρα. Κοιτάζοντας τα άστρα. Μουσική στη διαπασών.

Ένα χαμένο αεροπλάνο. Ένα τραυματισμένο πλοίο. Μια δηλητηριώδης πολιτική σκηνή. Είχα υποσχεθεί να μην ασχοληθώ ξανά με τους θνητούς πολιτικούς σας, μα δεν μπορώ. Ίσως να φταίει η σκοτεινή μου φύση. Το ότι τα βλέπω όλα τόσο μαύρα.

Δεν ξέρω πού θα σας οδηγήσουν όλα αυτά. Άλλοι πανηγυρίσατε. Άλλοι κουνήσατε αποδοκιμαστικά το κεφάλι. Άλλοι θρηνήσατε για την κατάντια του κράτους, για την κατάντια του συστήματος και του εαυτού σας. Άλλοι απλώς τα προσπεράσατε για μία ακόμη φορά. 

Δεν μπορώ να πω ότι δεν σας καταλαβαίνω. Η ζωή συνεχίζεται… με τα άσχημα και τα καλά της. Απλώς μερικές φορές νιώθω την απογοήτευση. Χρόνο στο χρόνο. Και ξέρεις; Όταν ζεις για πάντα, ένας χρόνος μοιάζει σταγόνα στον ωκεανό. Μα όταν τις ενώσεις, γίνονται ωκεανός ολάκερος.

Θέλω να σας ευχηθώ υγεία. Να σας ευχηθώ γαλήνη. Ευτυχία. Σύνεση και αγάπη. Μα ξέρω ότι είναι ανέφικτο να σας συμβούν όλα αυτά ταυτοχρόνως. Η ομορφιά του παράδοξου και του ακατόρθωτου είναι αυτό που μας στοιχειώνει όλους. 

Χαζεύοντας μια παλιά ταινία του γερο-παραμυθά Disney, δεν μπόρεσα να μην ανατριχιάσω στους στίχους της εισαγωγής από τον καλόκαρδο, πλανόδιο πολυτεχνίτη Bert. Κάθε φορά που το ακούω, ενώ στην ταινία προμηνύει τον ερχομό ενός υπέροχου και συναρπαστικού πλάσματος, εμένα πάντα μου σφίγγει θλιβερά την ψυχή για την κρυφή αλήθεια των στίχων του:

“Winds in the east, mist coming.
Like somethin’ is brewin’ and ‘bout to begin.
Can’t put me finger on what lies in store,
But I fear what’s to happen all happened before.”


Καλή σας χρονιά.


Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.


Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Ο Χάρος και το γράμμα στον Άγιο Βασίλη

Στον ελεύθερο χρόνο μου αυτές τις μέρες, βοηθάω τον Ερμή στη διαλογή των γραμμάτων των παιδιών προς τον Άγιο Βασίλη. Μη με ρωτάτε μαλακίες: φυσικά και υπάρχει!
Είναι υπέροχο να διαβάζεις τα γράμματα τους. Πότε άμεσα να ζητούν τα δώρα τους. Πότε τρυφερά να κάνουν ευχές για αγαπημένους τους ή για άλλους ανθρώπους. Μα πάνω από όλα ειλικρινή. Επειδή τα παιδιά κατέχουν τις καρδιές των αληθινών πιστών (μην το μπερδεύετε με τους θρησκευόμενους, γιατί είστε φάουλ). 
Χασκογελούσα με το γράμμα ενός μπόμπιρα που επιθυμούσε το ξύλινο αλογάκι που ζήτησε να μην κάνει κακά μέσα στο σπίτι, γιατί θα το μαλώσει η μαμά του, όταν έπεσα πάνω σε ένα γράμμα με καθαρά, σταράτα γράμματα από ένα συνηθισμένο μπλε στυλό. Δεν θα το σχολιάσω, ούτε  θα το χαρακτηρίσω. Απλά διαβάστε το.

Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,
Δεν θα σου γράψω ούτε για να ζητήσω δώρο, ούτε για να ζητήσω τα σπασμένα για μία ακόμη σκατένια χρονιά που πέρασε. Βλέπεις ποτέ δεν μου άρεσε να κατηγορώ αθώους για τα δικά μου προβλήματα, ή για τα προβλήματα των υπόλοιπων.
Δεν φταις εσύ που μπορεί να χρωστάω στην εφορία και το τεβε. 
Δεν φταις εσύ που δεν μπορώ να πάω διακοπές. 
Δεν φταις εσύ που δεν μπορώ να βγάλω τα απαραίτητα για να ζήσω αξιοπρεπώς.
Δεν φταις εσύ που κάπου πόλεμος γίνεται, είτε με όπλα είτε με λόγια.
Δεν φταις εσύ που υπάρχουν άνανδροι, ξεφτιλισμένοι, ανίκανοι, φιλάργυροι, κομπιναδόροι, αχόρταγοι, ψεύτες, χειραγωγοί σε όλες τις κατηγορίες ανθρώπων και σε όλες τις κατηγορίες επαγγελματιών.
Δεν φταις εσύ που δεν μπορώ να απολαύσω πια τις γιορτές νιώθοντας πάλι παιδί κι ας μην είμαι βαθιά θρησκευόμενος.
Δεν φταις εσύ που μερικές φορές σκύβω το κεφάλι γιατί δεν θέλω να σπάσω το κεφάλι του άλλου.
Φταίω εγώ που χρωστάω επειδή πίστεψα στον επαγγελματισμό των άλλων, ενώ ζω σε μια εποχή παράνοιας και αλλοφροσύνης.
Φταίω εγώ που δεν φάνηκα πιο πιεστικός και πιο απαιτητικός στις αποδοχές μου, επειδή σκέφτηκα τις υποχρεώσεις των άλλων.
Φταίω εγώ γιατί αφήνω άλλους να αποθηκεύουν περιουσίες που θα μπορούσαν να ανακουφίσουν πολλαπλάσιους.
Φταίω εγώ γιατί επιτρέπω σε λίγους να αποφασίζουν σφαγές πολλών.
Φταίω εγώ γιατί τους γνωρίζω αλλά τους έχω ενισχύσει τόσο που δεν μπορώ πια να τους ξεμπροστιάσω, επειδή αλληλοκαλύπτονται.
Φταίω εγώ γιατί νιώθω άγχος, τύψεις κι ενοχές.
Μα δεν φταίω που δεν είμαι υπέρμαχος της βίας και της παπαρολογίας που δήθεν την δικαιολογεί. 
Να είσαι καλά για την χαρά που κάποτε μου χάρισες.
Πολίτης Χ

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Ο Χάρος και το Πνεύμα των Περασμένων Χριστουγέννων

Δεν είχα διάθεση να κάνω βόλτα στο θνητό σας κόσμο μετά από εκείνη την απρόσμενη συνάντηση. Αποφάσισα λοιπόν να τριγυρίσω λίγο στον δικό μου Κόσμο.
Πέρασα από στέκια διάσημων. Πέρασα από στέκια απλών ανθρώπων. Βρέθηκα σε ένα μικρό και καταθλιπτικό bar. Η παρακμή μέσα μου με τράβηξε να διαβώ το κατώφλι του. Έκπληκτος δέχτηκα το κύμα της τζαζ μουσικής, την μυρωδιά από τσιγάρα και μήλα. Θαμώνες πνεύματα με χρονολογίες στις πλάτες των παλτών τους. Άλλα συζητούσαν χαρούμενα. Άλλα έντονα. Ήταν και κάποια που έπιναν μοναχικά σε άδεια τραπεζάκια.
Ενώ θα μπορούσα να καθίσω για ένα ποτό στην ξύλινη μπάρα, κάτι με έσπρωξε να καθίσω δίπλα σε έναν πιτσιρικά που πίσω του είχε το νούμερο 2013. Με κοίταξε έκπληκτος, αλλά συνέχισε να πίνει το ποτό και να καπνίζει το τσιγάρο του, κοιτάζοντας την μπάντα που έπαιζε στη σκηνή. 
“Όλα τα είχαμε, εσύ μας έλειπες.”, τον ακούω να μουρμουρίζει κοιτάζοντας το ποτό του.
“Προφανώς επειδή εγώ ευθύνομαι για όλα τα δεινά του κόσμου.”, του αντιγυρίζω εκνευρισμένος.
Με κοιτάζει μισομεθυσμένος και μισοεκνευρισμένος.
“Όχι. Αλλά τι κάνεις γι’ αυτά;”, με κατηγορεί ευθέως.
“Εσύ ήσουν το 2013. ΕΣΥ τι έκανες γι’ αυτά;”
Ρουθουνίζει αποδοκιμαστικά, παίρνει το ποτό του και φεύγει τρεκλίζοντας από το τραπεζάκι.
Βλέπω ξαφνικά έναν αριθμό που δεν έχει αρχή και τέλος, στην πλάτη μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Μου χαμογελά εγκάρδια και κάθεται δίπλα μου.
“Μην του κρατάς κακία. Πέρασε πολλά.”
Ανασήκωσα τους ώμους μου.
“Ξέρεις, όταν δεν έχεις γνωρίσει καλές στιγμές, συσσωρεύεις παράπονα. Τα παράπονα μεταμορφώνοντας σε πίκρα. Η πίκρα σε κακία και ζηλοφθονία. 
Δεν πρόλαβε να μάθει τίποτα καλό. Άκουγε όλους τους άλλους με τα παλιά τα μεγαλεία και νόμισε ότι θα ζήσει όμορφα. Αντί αυτού είδε όλα εκείνα που απέφευγαν οι άλλοι να συζητούν και τώρα του φταίνε όλα και όλοι.”, μου χτυπά απαλά το χέρι.
“Θα μπορούσε όμως να κάνει την διαφορά. Να προσπαθήσει για κάτι καλύτερο.”, της λέω πίνοντας μια γουλιά από το ποτό μου.
“Όσο παντοδύναμος κι αν είσαι, μάτια μου γλυκά, όταν δεν έχεις κι άλλους πρόθυμους να σε βοηθήσουν να κάνεις τη διαφορά, πώς μπορείς να προσπαθήσεις για το καλύτερο; Η ελπίδα θέλει γερές βάσεις για να μην ξεψυχήσει στις δυσκολίες. 
Τούτοι οι χρόνοι που πέρασαν είναι σαν ένα κακοφτιαγμένο σπίτι. Μια πέτρα εδώ. Λίγο τσιμέντο εκεί. Μια στραβή θεμελίωση εδώ. Κλεμμένο χαλίκι στα μπετά. Πώς να σταθεί ίσιο και περήφανο το σπίτι, όταν οι κατασκευαστές είναι άσχετοι ή διαφορετικοί;”, με ρωτά γλυκά, σχεδόν τρυφερά.
Τον κοίταξα με άλλο μάτι. Ένα μικρό παιδί που του έταξαν να παίξει με ωραία παιχνίδια. Αλλά του πήραν και το μισοσπασμένο ποδήλατο που του είχαν δανείσει. Γενιές ολόκληρες που χαρακτηρίστηκαν καταχραστές, χωρίς να έχουν γευτεί τον πλούτο. Γενιές ολόκληρες που γεύτηκαν τον πλούτο, αφήνοντας τις επόμενες να πεινάσουν.
Ποιο πνεύμα να γιορτάσεις; Ποια γέννηση;
Σαν να με άκουγε η ηλικιωμένη γυναίκα. Με αγκάλιασε ζεστά, εκπλήσσοντας με ευχάριστα.
“Την ζωή να γιορτάσεις, Χάρε μου. Τις μικρές στιγμές χαράς και γέλιου. Τις νέες ευκαιρίες που είναι μεν κρυμμένες, μα υπάρχουν ακόμη. Αν και η ελπίδα θέλει γερές βάσεις, χρειάζεται και κάτι πολύ μικρό: πίστη. Άντε και λίγη αγάπη.”
Μου έδωσε ένα κουτί από χαρτόνι. Το άνοιξα χαμογελώντας παραξενεμένος. Μελομακάρονα. Μου χαμογελά και μου δίνει ένα φιλί στο μέτωπο.
“Καλές γιορτές, Χαρούλη μου. Λίγη ζάχαρη κι ένα χαμόγελο.”

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Ο Χάρος και το κορίτσι που άφησε πίσω

Είναι από τις στιγμές που σου κόβονται τα γόνατα, τα ήπατα, τα αυγολέμονα… σαν αντικρίζεις ξανά την πρώτη σου αγάπη. Εκείνη την αγάπη που μένει επειδή δεν πρόλαβε να ξεφτίσει. Ναι, ρε τσογλάνια κι εμείς ερωτευτήκαμε. Άστα διάλα! Θα πιω τεκίλα απόψε. Κοσμογυρισμένος είμαι, αμ’ πώς!
Δεν θυμάμαι πότε ήταν. Θυμάμαι πάντως ότι καθόταν σε μια καφετέρια και διάβαζε το It του Stephen King. Μόλις είχε κυκλοφορήσει σε εκείνες τις εκδόσεις τσέπης. Παρατηρούσα τις εκφράσεις της ενώ διάβαζε, διαβάζοντας κι εγώ μαζί της. Χαμένη στις σελίδες. Έπιανε μηχανικά την κούπα του καφέ της, έκανε μια γκριμάτσα αηδίας και πρόσθετε συνέχεια ζάχαρη. Χασκογελούσα μέσα μου με αυτή της την κίνηση.
Κάποια στιγμή σταμάτησε το διάβασμα. Σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε. Μου κόπηκε το χαμόγελο. Μου κόπηκε η χολή. Μου κόπηκε το δρεπάνι. Τρόμος. Χειρότερος κι από τον τρόμο του Μητσοτάκη. Μετά μου χαμογέλασε. Πού να της χαμογελάσω το χάπατο! Κοίταξα το πάτωμα. Κοίταξα τον ουρανό. Κοίταξα το ρολόι που δεν φορούσα. Γελούσε εκείνη πίσω από το βιβλίο της. Γελούσα κι εγώ με τη μαλακία που με έδερνε. Έτσι κύλησε η πρώτη φορά. Με κρυφά-φανερά βλέμματα κι αμήχανα γελάκια. Σε κάποια στιγμή σηκώθηκε και κοιτάζοντάς με έφυγε.
Την επόμενη μέρα πήγα ξανά εκεί. Μπας και την ξαναδώ. Περίμενα και περίμενα. Εκεί που ετοιμαζόμουν να τα παρατήσω και να φύγω, στάθηκε μπροστά μου, χαμογελώντας αμήχανα. Δεν θυμάμαι σε τι γλώσσα μιλούσε, μα ως γνωστόν τις μιλώ όλες. Μου είχε πει κάτι σε:
“Θα κοιταζόμαστε όλη μέρα ή θα πιούμε έναν καφέ μαζί;”
Είχα απαντήσει κάτι σε:
“Εγώ λέω και να κοιταζόμαστε όλη μέρα και να πιούμε έναν καφέ μαζί.”
Χαζά γελάκια. Αυτά που ξεκινούν από το στόμα και καταλήγουν στα αυτιά σαν να έχεις κάνει μόνιμο lifting προσώπου. Ήξερα ότι δεν θα ήταν εφικτό να της πω την αλήθεια ή να μείνω μαζί της. Εκείνη διαισθανόταν ότι ήταν παροδικό. Της είπα ότι ήμουν φοιτητής σε πρόγραμμα ανταλλαγής και θα έπρεπε να φύγω. Δεν πίστευε στις σχέσεις εξ αποστάσεως. Μα δεν ξεκόλλαγε από την αγκαλιά μου. Χέσε μέσα, φίλος-φίλη. Μαζοχισμός στο full. Και καλά εκείνη ήταν πιτσιρίκα. Αμ’ εγώ; Κοτζάμ αθάνατος; 
Να την λοιπόν μπροστά μου σε ένα parking πανεπιστημίου. Σαν το χθες να μεταφέρθηκε πολλά χρόνια στο σήμερα. Με έναν νεαρό δίπλα της που έχει τα μάτια της και μια κοπελιά που έχει τα μαλλιά και το στόμα της. Δίδυμα. 
Χαμογελώ. Δεν μπορεί να με δει. Η γήινη μεταμφίεση μου είναι η ίδια όσα χρόνια κι αν περάσουν. Θα σοκαριστεί αν με δει. Σαν περνά από δίπλα μου σταματά για λίγο και κοιτάζει τριγύρω. Σοκάρομαι. Αν είχα ανάσα θα την κρατούσα μέχρι να σκάσω.
“Θα αργήσουμε για τις εγγραφές, μαμά! Έλα.”, της γκρινιάζει αγχωμένη η κοπέλα.
Χαμογελά κρυφά και συνεχίζει να περπατά μαζί τους. Τους ακολουθώ μέχρι το πανεπιστήμιο. Τους εύχεται καλή επιτυχία και τους αφήνει με τις παρέες τους. Περπατά βιαστικά. Μπαίνει στο αυτοκίνητο της. Ξεκινά να οδηγεί. Μα ξέρω ήδη πού πηγαίνει. Παρκάρει. Κάθεται στο τραπεζάκι μας στην καφετέρια και παραγγέλνει καφέ. Αόρατος παρατηρώ την ενήλικη πια εκδοχή της. Δεν έχει αλλάξει πολύ, ή τουλάχιστον εμένα μου φαίνεται η ίδια, απλώς λίγο διαφορετική στις κινήσεις της. Πίνει τον καφέ της χαμογελώντας και προσθέτοντας συνέχεια ζάχαρη. Μου φαίνεται συγκινημένη, όπως κι εγώ. Κάθομαι δίπλα της κι απλώνει το χέρι της στο κενό. Σαν να πιάνει το δικό μου. Αφήνει με το χέρι της ένα φιλί στο τραπέζι και φεύγει.
Κομματιαστάν ο μαύρος σας μετά. Ντάγκλες. Να σου τα τσιγάρα. Να σου οι αναστεναγμοί. Να έχω και τον Διόνυσο να με κράζει ακόμα μετά από τόσα χρόνια που ερωτεύτηκα θνητή. Ας είναι. Χαλάλι μας. Όταν την ξαναδώ και καταλάβει την αλήθεια, ελπίζω να μην μου πετάξει το It του Stephen King στο κεφάλι. Είναι βαρύ, πανάθεμα το. 


Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.