Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Ο Χάρος και το Πνεύμα των Περασμένων Χριστουγέννων

Δεν είχα διάθεση να κάνω βόλτα στο θνητό σας κόσμο μετά από εκείνη την απρόσμενη συνάντηση. Αποφάσισα λοιπόν να τριγυρίσω λίγο στον δικό μου Κόσμο.
Πέρασα από στέκια διάσημων. Πέρασα από στέκια απλών ανθρώπων. Βρέθηκα σε ένα μικρό και καταθλιπτικό bar. Η παρακμή μέσα μου με τράβηξε να διαβώ το κατώφλι του. Έκπληκτος δέχτηκα το κύμα της τζαζ μουσικής, την μυρωδιά από τσιγάρα και μήλα. Θαμώνες πνεύματα με χρονολογίες στις πλάτες των παλτών τους. Άλλα συζητούσαν χαρούμενα. Άλλα έντονα. Ήταν και κάποια που έπιναν μοναχικά σε άδεια τραπεζάκια.
Ενώ θα μπορούσα να καθίσω για ένα ποτό στην ξύλινη μπάρα, κάτι με έσπρωξε να καθίσω δίπλα σε έναν πιτσιρικά που πίσω του είχε το νούμερο 2013. Με κοίταξε έκπληκτος, αλλά συνέχισε να πίνει το ποτό και να καπνίζει το τσιγάρο του, κοιτάζοντας την μπάντα που έπαιζε στη σκηνή. 
“Όλα τα είχαμε, εσύ μας έλειπες.”, τον ακούω να μουρμουρίζει κοιτάζοντας το ποτό του.
“Προφανώς επειδή εγώ ευθύνομαι για όλα τα δεινά του κόσμου.”, του αντιγυρίζω εκνευρισμένος.
Με κοιτάζει μισομεθυσμένος και μισοεκνευρισμένος.
“Όχι. Αλλά τι κάνεις γι’ αυτά;”, με κατηγορεί ευθέως.
“Εσύ ήσουν το 2013. ΕΣΥ τι έκανες γι’ αυτά;”
Ρουθουνίζει αποδοκιμαστικά, παίρνει το ποτό του και φεύγει τρεκλίζοντας από το τραπεζάκι.
Βλέπω ξαφνικά έναν αριθμό που δεν έχει αρχή και τέλος, στην πλάτη μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Μου χαμογελά εγκάρδια και κάθεται δίπλα μου.
“Μην του κρατάς κακία. Πέρασε πολλά.”
Ανασήκωσα τους ώμους μου.
“Ξέρεις, όταν δεν έχεις γνωρίσει καλές στιγμές, συσσωρεύεις παράπονα. Τα παράπονα μεταμορφώνοντας σε πίκρα. Η πίκρα σε κακία και ζηλοφθονία. 
Δεν πρόλαβε να μάθει τίποτα καλό. Άκουγε όλους τους άλλους με τα παλιά τα μεγαλεία και νόμισε ότι θα ζήσει όμορφα. Αντί αυτού είδε όλα εκείνα που απέφευγαν οι άλλοι να συζητούν και τώρα του φταίνε όλα και όλοι.”, μου χτυπά απαλά το χέρι.
“Θα μπορούσε όμως να κάνει την διαφορά. Να προσπαθήσει για κάτι καλύτερο.”, της λέω πίνοντας μια γουλιά από το ποτό μου.
“Όσο παντοδύναμος κι αν είσαι, μάτια μου γλυκά, όταν δεν έχεις κι άλλους πρόθυμους να σε βοηθήσουν να κάνεις τη διαφορά, πώς μπορείς να προσπαθήσεις για το καλύτερο; Η ελπίδα θέλει γερές βάσεις για να μην ξεψυχήσει στις δυσκολίες. 
Τούτοι οι χρόνοι που πέρασαν είναι σαν ένα κακοφτιαγμένο σπίτι. Μια πέτρα εδώ. Λίγο τσιμέντο εκεί. Μια στραβή θεμελίωση εδώ. Κλεμμένο χαλίκι στα μπετά. Πώς να σταθεί ίσιο και περήφανο το σπίτι, όταν οι κατασκευαστές είναι άσχετοι ή διαφορετικοί;”, με ρωτά γλυκά, σχεδόν τρυφερά.
Τον κοίταξα με άλλο μάτι. Ένα μικρό παιδί που του έταξαν να παίξει με ωραία παιχνίδια. Αλλά του πήραν και το μισοσπασμένο ποδήλατο που του είχαν δανείσει. Γενιές ολόκληρες που χαρακτηρίστηκαν καταχραστές, χωρίς να έχουν γευτεί τον πλούτο. Γενιές ολόκληρες που γεύτηκαν τον πλούτο, αφήνοντας τις επόμενες να πεινάσουν.
Ποιο πνεύμα να γιορτάσεις; Ποια γέννηση;
Σαν να με άκουγε η ηλικιωμένη γυναίκα. Με αγκάλιασε ζεστά, εκπλήσσοντας με ευχάριστα.
“Την ζωή να γιορτάσεις, Χάρε μου. Τις μικρές στιγμές χαράς και γέλιου. Τις νέες ευκαιρίες που είναι μεν κρυμμένες, μα υπάρχουν ακόμη. Αν και η ελπίδα θέλει γερές βάσεις, χρειάζεται και κάτι πολύ μικρό: πίστη. Άντε και λίγη αγάπη.”
Μου έδωσε ένα κουτί από χαρτόνι. Το άνοιξα χαμογελώντας παραξενεμένος. Μελομακάρονα. Μου χαμογελά και μου δίνει ένα φιλί στο μέτωπο.
“Καλές γιορτές, Χαρούλη μου. Λίγη ζάχαρη κι ένα χαμόγελο.”

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου