Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Ο Χάρος και ο ιός της γρίπης

Ανοίγω τα μάτια (λέμε τώρα). Κόκκαλα τρίζουν. Μύτη που στάζει, όχι από ηδονή. Ένας λαιμός που είναι σαν να τον γδέρνουν γάτες. Αυτιά βουλωμένα. Άστα να πάνε! Είμαι για ολική απόσυρση κι αγορά καινούργιου …σκελετού.
Με βαριά βήματα φτιάχνω έναν ζεστό καφέ. Εισερχόμενη κλήση στο κινητό. Ποια άλλη θα με έπαιρνε τέτοια ώρα.
«Τι θες πρωί-πρωί, ρε μάνα;», βγαίνει όπως-όπως η βραχνή από την αρρώστια φωνή μου.
«Άρρωστος είσαι;», ακούω την φωνή της να χρωματίζεται από τον κλασικό πανικό.
«Εγώ και η μισή Ελλάδα. Θα ζήσω.», της λέω και μου κλείνει την γραμμή.
Κοιτάζω απορημένος το κινητό. Ακούγεται μια έκρηξη πίσω μου.
«Παναγιά μου!», κάνω και μου κόβεται η φωνή.
«Εξερχόμενη κλήση: Παναγία Θεοτόκος!», καλεί μόνο του το κινητό μου.
«Τερματισμός, γαμώ το κέρατο μου κι εσύ!», γρυλίζω στο κινητό. «Ρε μάνα, πες ότι έρχεσαι και μη με κοψοχολιάζεις έτσι!»
«Θα έρθει κι η γιαγιά!», δηλώνει ορθά κοφτά.
Μια δεύτερη έκρηξη πίσω μου επιβεβαιώνει τα λεγόμενα της.
«Το φάγανε το παιδί μου, οι παλιορεμπεσκέδες!», αρχίζει η γιαγιά τα ξεματιάσματα και τα θυμιατίσματα.
«Άσε τα θυμιατίσματα κι έλα να του κόψουμε καμιά βεντούζα!», βλέπω τη μάνα μου με πετρέλαιο, σφηνοπότηρα κι ένα αναμμένο κερί, λες και ετοιμάζει μολότοφ για τα Νοεμβριανά.
Με μια αγκαλιά-λαβή από τη γιαγιά, βρίσκομαι μπρούμυτα στο κρεβάτι.
«Ρε κορίτσια, να το συζητήσουμε! Ο λαιμός πονάει μόνο.», βγαίνει αχνά η φωνή μου.
«Κυκλοφορεί ιός της γρίπης! Με τις βεντούζες θα γίνεις σαν καινούργιος!», νιώθω ήδη τις βεντούζες να ρουφούν την πλάτη μου.
Δεν μπορώ να φωνάξω. Ένα καλαμάκι βρίσκεται στο στόμα μου.
«Ρούφα!», διατάζει η γιαγιά.
«Δεν-θέλω!», λέω δαγκώνοντας το καλαμάκι. Η μυρωδιά από φασκόμηλο ήδη μου ανακατεύει το στομάχι. «Θα σας ξεράσω!», λέω και προσποιούμαι ότι ετοιμάζομαι να κάνω εμετό.
Οι βεντούζες εγκαταλείπουν με θόρυβο το πονεμένο μου κορμί. Όχι να ξεράσω, ούτε να φωνάξω δεν έχω κουράγιο. Μάτια (λέμε τώρα) θολώνουν από δάκρυα πόνου. Δαγκώνω χείλια (λέμε τώρα). Ανασηκώνομαι στο κρεβάτι κι αισθάνομαι σαν… σαν την Μόνικα Μπελούτσι στο “Μη Αναστρέψιμος”. Είναι ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να με κατανοήσει αυτήν ακριβώς τη στιγμή.
Ένα τσουκάλι βράζει και χοροπηδά το καπάκι του. Κοτόσουπα. Το φλιτζάνι με το φασκόμηλο στο στόμα μου και κατεβάζω γουλιές με το ζόρι. Αισθάνομαι και μια άλλη γεύση μέσα στο φασκόμηλο… Κονιάκ! Κοιτάζω τριγύρω και βλέπω τον παππού Χάος, να έχει χωθεί δίπλα μου στο κρεβάτι. Κλείνει πονηρά το μάτι και ψιθυρίζει κάτω από το πάπλωμα:
«Δεν το ξέρει η ξενέρωτη. Είχε προσφορά το δωδεκάρι ο Διόνυσος στο μίνι μάρκετ. Θα γίνεις καλά μέχρι να πεις κύμινο.»
Κατεβάζω το φασκομηλοκονιάκ στο άψε-σβήσε! Καίγεται η καταπιόνα μου, αλλά το φχαριστιέμαι. Σκάει και γκουρμέ κοτόσουπα από τα κορίτσια. Τι να τους πω έτσι όπως με κοιτάνε… Η έγνοια και η αγωνία των μανάδων και των γιαγιάδων όλου του κόσμου μέσα στα μάτια τους. Τους χαμογελώ και ξεκινώ με ρούφηγμα απόλαυσης να κατεβάζω τρία πιάτα κοτόσουπας, το ένα πίσω από το άλλο, απολαμβάνοντας την έντονη αίσθηση του λεμονιού στο αυγολέμονο.
Παραδόξως αισθάνομαι περδίκι και οι νοσοκόμες μου με εγκαταλείπουν ικανοποιημένες  για την πορεία της υγεία μου. Ο παππούς βγαίνει από την κρυψώνα του κουνώντας το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.
«Ρε ας μην κατέβαζες το δωδεκάρι και θα σου έλεγα εγώ πώς θα ήσουν! Την παλιόγρια! Σε σένα κοτοσουπίτσες, φασκομηλάκια και βεντουζίτσες! Εγώ όποτε αρρωσταίνω την μόνη που μου φωνάζει είναι την πα…»
«Παναγία Θεοτόκος: εξερχόμενη κλήση!», ακούμε πια να λέει η σεξουαλική φωνή του κινητού μου κοροϊδευτικά.
Υγιαίνετε!


Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Ο Χάρος και η καρπουζοχαρά

Έχω τα κάτω μου αυτές τις μέρες. Ο Διόνυσος ήρθε, με πήρε από το χέρι κι εγώ μουτρωμένος σαν πεντάχρονο τον άφησα να με διακτινίσει. Βρεθήκαμε στην Θεσσαλονίκη. Τον κοίταξα στραβά κι εκείνος μου έδειξε την παλάμη του, προειδοποιώντας με ότι δεν θα ανεχτεί άλλη γκρίνια.
Πήραμε από δυο μπύρες και καθίσαμε σε ένα πεζούλι στην νέα παραλία της Σαλόνικας. Απέναντι μας ένας χαμογελαστός, ψηλός κι αδύνατος τυπάς με καπελάκι και κιθάρα. Τον μπαγάσα, λες και είχε το χαμόγελο κολλημένο στο στόμα. Έψαξα για κανένα ψιλό και πήγα να του το αφήσω. Φόραγα το t-shirt με το δρεπάνι και μου έριξε ένα χαμόγελο φλασιά για ευχαριστώ, ξεκινώντας ένα κομμάτι για κάτι ρακές στο Μπαλί. Έχω πέσει κάτω και κοπανιέμαι από τα γέλια με τους στίχους. Αυτοσχεδίαζε κιόλας το τσογλάνι! Εκεί που έχουμε κάνει κεφάλι και μας διασκεδάζει για τα καλά, σταματά και μας λέει:
«Μάγκες, ώρα για ξεκούραση!», είπε και κάθισε παρέα μας στρίβοντας ένα τσιγάρο.
«Πώς σε λένε, ρε καρντάσι;», τον ρωτά χαμογελαστός ο Διόνυσος και του δίνει μια παγωμένη μπύρα.
«Joey, αδερφέ κι ευχαριστώ για το μπυρόνι. Εσύ ποιος είσαι;», ανάβει το τσιγάρο του χαμογελώντας πάντα.
«Εγώ είμαι ο Διόνυσος και το παλικάρι από δω ο Χάρος. Γιατί πήρες τους δρόμους, ρε Joey;», τον ρωτά κι ο δικός μου μέσα στη τρελή χαρά.
«Τους δρόμους τους πήρα για να μαζέψω ιστορίες και να τις διηγηθώ μέσα από τα τραγούδια μου!», κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα.
«Δηλαδή είσαι ένας του δρόμου;», γελάει ο Διόνυσος.
«Κάτι τέτοιο. Το παλικάρι από δω γιατί έχει τις μαύρες του;», με δείχνει με το βλέμμα.
«Δεν μπορεί να βρει γυναίκα, η μάνα του τον πρήζει, η δουλειά του …πεθαμένη. Καταλαβαίνεις.», περιγράφει το τσογλάνι το άλλο, αγνοώντας επιδεικτικά το δολοφονικό μου βλέμμα.
Αρπάζει τότες ο ψηλός την κιθάρα, σηκώνεται όρθιος και αρχίζει να μου τραγουδά:
«…Δε θέλω κλίκες, ούτε ίντριγκες και φρίκες,
δε θέλω να 'χω κάποιον να λέω αφεντικό.
Δε θέλω ειδήσεις, μα ούτε και λεφτά και κρίσεις
μονάχα ανατολές και δύσεις, να βλέπω όταν ξυπνώ…»
Μας μεταδίδει την χαρά του, όπως τα ξερόχορτα την πυρκαγιά. Έχουμε σηκωθεί σαν groupies και χορεύουμε με τα μπουκάλια της μπύρας, στο καγκελάκι πλάι στις «ομπρέλες». Ο κόσμος περπατά και γελά απολαμβάνοντας το κέφι του ψηλού και την ξεφτίλα τη δικιά μας ως καρικατούρες Μπολσόι. Σταματάμε λαχανιασμένοι. Νιώθω -θα τολμήσω να πω- χαρούμενος! Νταξ. Κάτι άλλο βάζουν στις μπύρες εδώ κι είμαι διατεθειμένος να το διασταυρώσω. Μου έρχεται ειδοποίηση για νέα παραλαβή μεταφοράς και αρχίζω μέσα μου τα καντήλια.
«Ψηλέ, εμείς πρέπει να την κάνουμε. Το παιδί από δω πρέπει να γυρίσει στη δουλειά.», με δείχνει με τον αντίχειρα ο Διόνυσος ενώ του σφίγγουμε το χέρι.
«Πού μπορούμε να σε ακούσουμε ξανά, ρε Joey;», του λέω ενώ με χτυπά φιλικά στην πλάτη.
«Αυτή την Κυριακή ελάτε στο Διώροφο, μάγκες! Ελπίζω να ρεπάρεις, ρε Χαρούλη! Διαφορετικά με καλό καιρό θα με βρίσκετε εδώ.», λέει και μας κουνάει φιλικά το χέρι σε αποχαιρετισμό.
Επιστρέφοντας στη βάρκα μου, ακόμα έχω κολλημένο εκείνο το χαμόγελο του πιτσιρικά στο πίσω μέρος του εγκεφάλου μου. Είναι παράξενο και συνάμα μαγικό το πώς ένας άγνωστος στο δρόμο μπορεί να σου σκορπίσει απλόχερα το δώρο της χαράς και της ανεμελιάς. Της καλοκαιρινής καρπουζοχαράς μέσα στο φθινόπωρο.
Αν πάτε ποτέ προς τη μαγική Σαλόνικα, περάστε με λιακάδα εκεί στο καγκελάκι στην νέα παραλία πλάι στις «ομπρέλες». Θα σας περιμένει ο Joey με την κιθάρα του την Μικρή να σας κάνει να μερακλώσετε και να χαμογελάσετε. Χαμογελώ κι εγώ καθώς θυμάμαι ένα από τα τραγούδια του και σας αφήνω με αυτό.

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.
https://www.youtube.com/watch?v=cSaLwhSUUVM

Πρώτη δημοσίευση στο www.iporta.gr

Ο Χάρος και η Σφίγγα

Καθόμουν με το κινητό στο χέρι και ενημερωνόμουν για τις συγκλονιστικές εξελίξεις στην Αμφίπολη –επειδή όλα τα άλλα προβλήματα τα έχετε λύσει εκεί στο Ελλαδιστάν- όταν με πήρε η μάνα μου στο κινητό.
«Πού είσαι;», με ρωτά απότομα.
«Στο Μπαλί με δύο Τσέχες. Τι θες;», της απαντώ επίσης απότομα.
«Να σοβαρευτείς και να με κάνεις γιαγιά.», δηλώνει για δισεκατομμυριοστή φορά.
«Θα τις ρωτήσω αν είναι στις γόνιμες μέρες τους και θα σε ξανακαλέσω.», λέω και πάω να κλείσω τη γραμμή.
«Το βραδάκι θα βγεις με μία κοπέλα της προκοπής.»,  μου δηλώνει ορθά κοφτά.
«Μάνα, πάλι μαλακία έκανες;», αρχίζω να εκνευρίζομαι.
«Στις 10 σας έχω κρατήσει τραπέζι. Να ντυθείς σαν άνθρωπος και να πας να την συναντήσεις εκεί!», λέει και μου κλείνει το τηλέφωνο στα μούτρα την ώρα που ουρλιάζω:
«ΜΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ!!!»
Είχα δύο επιλογές. Ή να μην εμφανιστώ ποτέ στο νιοστό ραντεβού στα τυφλά που μου έχει κλείσει η μάνα μου, ή να παραιτηθώ από Χάρος και να πάω εξορία σε έναν γαλαξία που δεν θα με βρει η μάνα μου. Επειδή δεν υπάρχει τέτοιος γαλαξίας, έκανα την καρδιά μου πέτρα, ξανά κι ετοιμάστηκα για το ραντεβού. Νταξ, μωρέ. Τι καλύτερο είχα να κάνω; Να δω το καινούργιο επεισόδιο από το Sons of Anarchy ή το Under the dome τρώγοντας σουβλάκια με τον Διόνυσο.
Έφτασα στο εστιατόριο που μας είχε κλείσει τραπέζι η μάνα. Πώς θα την αναγνώριζα; Θα κρατούσε λέει ένα βιβλίο του Τάσου Λειβαδίτη. Πάλι βαρεμένη μου βρήκε. Να την. Ωραίο πρόσωπο. Σώμα λιονταριού και φτερά αετού. Ώρες ώρες αναρωτιέμαι αν νομίζει η μάνα μου ότι είμαι κτηνοβάτης, επειδή μια φορά τα είχα με μία σειρήνα. Παίρνω βαθιά ανάσα και την καλησπερίζω.
«Γεια σου, Σφίγγα. Είμαι ο …»
«…Γιος της νυκτός και του σκότους. Απόγονος της Γαίας και του Χάους. Μίασμα αγάπης αιμομικτικής, ποια να είναι η δική σου κατάρα;»
Μένω με το χέρι τεντωμένο. Δεν αρχίσαμε καλά.
«Εμ, ναι. Να καθίσω ή προτιμάς κάτι στα όρθια;»
Με κοιτάζει αποδοκιμαστικά, αλλά μου γνέφει να καθίσω.
«Ωραίο άρωμα. Ποιο είναι;»
«Το άρωμα μου φερμένο από της ανατολής το στήθος στης δύσης το πέλαγο, σε νησί Ομηρικό.»
«Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, ε;», προσπαθώ να την κάνω να γελάσει, αλλά εις μάτην.
Παραγγέλνουμε και με κοιτάζει ερευνητικά. Κι όχι επειδή με θεωρούσε κελεπούρι. Φάγαμε μέσα σε αμήχανη σιωπή με εκείνη να διαβάζει το βιβλίο της. Μόλις τελείωσε το φαγητό μου λέει:
«Η δική μας μείξη είναι εκ φύσεως καταραμένη, σαν το άνθος της νυκτός που η ανατολή μαραίνει.», σηκώνεται αγέρωχη και με αφήνει σύξυλο με τον λογαριασμό.
Ακούω πίσω μου ένα γνωστό κακαριστό γέλιο.
«Ρε μαλάκα, πάλι ραντεβού στα τυφλά σου έκλεισε; Δεν φτάνει που στο έκλεισε, πήγες και από πάνω;;;», δώσ’ του γέλια ο Διόνυσος.
Σηκώνομαι εκνευρισμένος, πληρώνω και ξεκινάω να γυρίσω στη βάρκα μου. Ο άλλος με ακολουθεί γελώντας σαν ύαινα. Μπαίνω στη βάρκα και ξεκινάω το κουπί στρίβοντας ένα τσιγάρο. Χτυπά το κινητό.
«Πώς πήγε; Δεν πιστεύω να το τρόμαξες το κορίτσι;», ακούω την μάνα μου να ρωτά.
«Αυτή με το σώμα λιονταριού και τα φτερά αετού λες; Έτσι και μου ξανακλείσεις ραντεβού και με αναγκάσεις να πάω, θα τα φτιάξω με τον Διόνυσο και θα πω στον Ερμή να το κοινοποιήσει σε όλους μας τους συγγενείς!», της κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα.
«Ρε μαλάκα, έπρεπε να μου το πεις ότι με γουστάρεις!», μου πεταρίζει τις βλεφαρίδες του ο Διόνυσος.
Του χαμογελώ και του ρίχνω μία με το κουπί. Νιώθω μια βαθιά ικανοποίηση βλέποντας τον να πέφτει στο νερό. Μια μούντζα βγαίνει σαν περισκόπιο από το νερό και σκάμε κι οι δυο μας στα γέλια.
Μακριά από τις μανάδες και τα ραντεβού τους. Μου πήρε σχεδόν μια αιωνιότητα για να το αντιμετωπίσω. Ελπίζω να τα πάτε καλύτερα! Με τις υγείες μας!  

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Πρώτη δημοσίευση στο www.iporta.gr

Ο Χάρος και ο Μέγας Αλέξανδρος

Μία από τις ελάχιστες απολαύσεις που μπορώ να διατηρώ κατά καιρούς, είναι η συναναστροφή μου με διάσημους νεκρούς. Σας διαβεβαιώνω ότι στον Κάτω Κόσμο είναι στα καλύτερα τους.
Καθόμουν λοιπόν τις προάλλες σε ένα αλλοπρόσαλλο πηγαδάκι.
«Ακούσατε τις φήμες για τον τάφο που ανακαλύφθηκε;», έβαλε την ερώτηση στο «τραπέζι» η Μαρία Κάλλας.
«Για την Αμφίπολη λες, χρυσή μου;», τη ρώτησε με το αιώνιο μπλαζέ του ύφος ο Λόρδος Βύρωνας.
«Exactement!», χαμογέλασε εκείνη με νόημα. «Λένε ότι είναι του Μεγάλου Αλεξάνδρου.»
«Τρίχες, αγαπητοί μου φίλοι!», σχολιάζει από μία γωνία καπνίζοντας ευλαβικά την πίπα του ο Αριστοφάνης.
«Μα pourquoi pas, monsieur Aristofanis?», τον ρωτά με έκπληκτο ύφος η Μαρία.
«Μωρή, ακόμα και πεθαμένη γαλλικά θα μιλάς;;;», την πειράζει εκείνος και γελούν μαζί παιχνιδιάρικα. «Δεν ξέρω. Πες το απλώς προαίσθημα.», καταλήγει στο τέλος
«Αν λάβουμε υπόψιν μας τις ιστορικές πληροφορίες και τα αποτελέσματα των ερευνών, δεν απορρίπτεται εντελώς το ενδεχόμενο να είναι ο τάφος του.», σχολιάζει ο Ησίοδος.
Στρίβω ένα τσιγάρο και χαμογελώ ενώ τους ακούω να συζητούν. Μοιάζουμε σαν ένα τσίρκο τεράτων κλεισμένοι σε ένα άσυλο ψυχικά ασθενών. Ακολούθησε μια εκκωφαντική σιωπή. Περίεργος σήκωσα το κεφάλι μου και τους αντίκρισα να με κοιτούν με χαμόγελα αναμονής.
«Τι έγινε, ρε παιδιά; Με ερωτευτήκατε όλοι μαζί και δεν ξέρετε ποιος θα με πρωτοδοκιμάσει;», τους πειράζω και γελούν.
«Προς τι το προηγούμενο μειδίαμα σας, αγαπημένε μας Χάρε;»,  ρώτησε παιχνιδιάρικα ο Αριστοφάνης.
Δεν λες ποτέ σε πεθαμένους ότι μοιάζουν με τέρατα κλεισμένα σε τρελοκομείο. Κανόνας και αξίωμα μαζί.
«Νομίζω ότι συμφωνώ με εσάς, αγαπητέ μας σατυρικέ ποιητή.», λέω και ανάβω το τσιγάρο μου.
«Τι σας κάνει να το πιστεύετε αυτό; Μην μου πείτε και εσείς, αγαπητέ μεταφορέα των ψυχών, ότι το προαισθάνεστε!», απλώνει τα χέρια του σαν να θέλει να αγκαλιάσει το κοινό του ο Ησίοδος.
«Ας το πάρουμε λογικά. Ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε κάπου στην Βαβυλώνα λίγο πριν την έναρξη του περίπλου της Αραβίας και την εξερεύνηση των ακτών της Βόρειας Αφρικής. Θεωρείτε ότι θα διακινδύνευαν τη σωρό του σημαντικότερου άνθρωπου εκείνης της εποχής, μόνο και μόνο για να ταφεί πίσω στα πατρικά του εδάφη;», τους ρωτώ χαμογελώντας ευγενικά.
«Μα δεν θα ήθελε να τον δοξάσουν και μετά θάνατον; Ήδη τον λάτρευαν τότε.», σχολίασε η Κάλλας.
«Ναι, αξιολάτρευτη μου ντίβα, μα πλέον ήταν νεκρός. Αλλάζουν τα δεδομένα στον ζωντανό κόσμο όταν πάψεις να ζεις. Ειδικά όταν πρόκειται για έναν μεγάλο στρατηγό και κατακτητή. Εσείς ήσασταν ένα καλλιτεχνικό πλάσμα που όλοι σας λάτρευαν και θα σας λατρεύουν. Τον Αλέξανδρος όμως; Μήπως ο φθόνος και η θέληση για εκδίκηση τότε, να γιγαντώνονταν εναντίον του στη θέα ενός ανυπέρβλητου μαυσωλείου; Μήπως ο ίδιος το προείδε, έξυπνος όπως ήταν κι αποφάσισε τη μυστική ταφή του, ίσως και καύση του για να αποφύγει τη σύληση του νεκρού σώματος του και της υστεροφημίας του;», ολοκλήρωσα την σκέψη μου.
Όλοι κοιτάξαμε πέρα στα υπέροχα λιβάδια που απλώνονταν χρυσά και σμαραγδένια. Ένας υπέροχος και δυναμικός καλπασμός ακούστηκε. Τον είδαμε πάνω στον αγαπημένο του φίλο. Μεγαλειώδεις κι οι δυο τους.
«Είναι όμως λίγο ψώνιο.», σχολίασε χαμογελώντας πονηρά ο Αριστοφάνης.
«Αν είχα κατακτήσει τον τότε γνωστό κόσμο, θεωρώ πως κι εγώ θα ήμουν λίγο.», αποκρίθηκε ο Βύρωνας λίγο αυτάρεσκα.
«Αγαπητέ μου, εσείς είχατε κατακτήσει τον τότε γνωστό γυναικείο κόσμο.», χαμογέλασε φλερτάροντας η Μαρία.
«Χωρίς να έχω την τύχη να κατακτήσω εσάς, ma Chérie!», φίλησε χαμογελώντας πονηρά το χέρι της ο ερωτιάρης Λόρδος.
 «Έι! Μέγα Στρατηλάτη! Φήμες λένε ότι βρήκαν τον τάφο σου! Τι λες;», του φώναξα κουνώντας το χέρι μου σε χαιρετισμό.
Ύψωσε το χέρι του σε ανταπόδοση του χαιρετισμού και μου χαμογέλασε με το γνωστό σπινθηροβόλο βλέμμα του.
«Μόνο ο καλύτερος θα μπορούσε, ω Χάρε! Δυστυχώς ο νέος κόσμος έχει αξιοσημείωτη έλλειψη τέτοιων ανθρώπων. Εκτός κι αν τους το μαρτύρησες εσύ.», χαμογέλασε συνωμοτικά.
Ένωσα τα χέρια μου σε προσποιητή προσευχή κι ένα τεράστιο δαχτυλίδι καπνού από το τσιγάρο μου, σχημάτισε πάνω από το κεφάλι μου ένα φωτοστέφανο. Μας χαιρέτισε με χάρη κάνοντας τον Βουκεφάλα να σταθεί στα δύο πισινά του πόδια και κάλπασε στον ορίζοντα.
«Το ήξερα ότι σου το έχει εκμυστηρευτεί!», μου χαμογέλασε η Μαρία.
«Έχει όμως στυλ!», παρατήρησε ο Βύρωνας.
«Όλοι οι διάσημοι έχουμε!», πρόσθεσε ο Αριστοφάνης κλείνοντας το μάτι στη Μαρία.
«Λίγοι όμως γίνονται θρύλοι.», ολοκλήρωσε ο Ησίοδος κοιτάζοντας μαζί μας τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Βουκεφάλα να χάνονται πέρα στον χάλκινο ορίζοντα.
  
Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Πρώτη δημοσίευση στο www.iporta.gr

Ο Χάρος και το φιλανθρωπικό μπουγέλο

Μέσα στα νεύρα. Άλλοι ποστάρουν φωτογραφίες και selfies από τις διακοπές τους. Άλλοι τουιτάρουν κιόλας καλούς χειμώνες. Λες και δεν καταλάβαμε ποιοι πήγαν διακοπές και ποιοι τους ρίχναμε διακοποκατάρες! Ας είναι. Θα το καταπιώ και αυτό.
Εκεί που αισθάνομαι γλυκός και πράος ωσάν τον Βούδα τρώγοντας ένα παγωτό σε ξυλάκι. Ένα εισερχόμενο μήνυμα δονεί το κινητό μου. Νέο βίντεο. Γουρλώνω τα μάτια μου. Ο Απόλλωνας μαζί με πέντε Μούσες να του ρίχνουν έναν κουβά με παγωμένο νερό και με παγάκια πάνω στο ημίγυμνο κορμί του.
«Τα επόμενα πρόσωπα που προκαλώ είναι ο Διόνυσος και ο Χάρος.», λέει με το γάργαρο νερό να κυλά στο ομώνυμο Απολλώνιο σφριγηλό κορμί του, χαμογελώντας πλατιά μέσα από την αγκαλιά των Μουσών.
Διακτινίζεται ο Διόνυσος δίπλα μου.
«Ρε, τι έπαθε ο Φοίβος και παριστάνει την πρωταγωνίστρια του Flashdance;», τον ρωτώ εκνευρισμένος.
«Άσε με, τον μαλάκα! Αντιγράφει το ice bucket challenge!», συνεχίζει ο Διόνυσος κουνώντας το χέρι του αποδοκιμαστικά.
«Τι είναι αυτό πάλι;», τον ρωτώ απορημένος.
«Ξεκίνησε το καλοκαίρι σαν ευαισθητοποίηση για την δημιουργία του ιδρύματος Αμυοτροφικής Πλάγιας Σκλήρυνσης (ALS). Κάθε παγωμένος κουβάς μπουγέλο αντιστοιχεί σε δωρεά 10 δολαρίων. Μετά προκαλείς τους επόμενους δύο. Αν αρνηθείς, πληρώνεις 100 δολάρια πρόστιμο.», μου εξηγεί.
«Το κάνουν όλοι;», τον ρωτώ.
«Κυρίως διάσημοι.», μου απαντά.
«Δηλαδή θέλεις να μου πεις ότι οι περισσότεροι, αντί να βάλουν το χέρι στην τσέπη, προτιμούν τα πέντε λεπτά δημοσιότητας και χαβαλέ;», τον ρωτώ διατηρώντας την ψυχραιμία μου.
«Ε εντάξει, ο Charlie Sheen, αν δεν με απατά η μνήμη μου, δώρισε και 10.000 δολάρια.», μου λέει με μία ανάλαφρη κίνηση του χεριού του.
«Ρε φίλε, ok. Αυτός βγάζει περίπου στα 30 εκατομμύρια τον χρόνο. Ο Bill Gates κοστίζει μόνος του φέτος 76 δισεκατομμύρια δολάρια! Ούτε να τα φανταστώ δεν μπορώ τόσα λεφτά! Μη με εκνευρίζεις. Έργο θα έκαναν, αν δώριζαν παραπάνω ή έστω τα μισά από όσα βγάζουν. Έργο θα έκαναν, αν προέτρεπαν κόσμο να ενημερωθεί και να βοηθήσει. Έργο θα έκαναν, αν όλα αυτά τα γαλόνια νερό, τα έστελναν σε χώρες φτωχές, σε χώρες εμπόλεμες, που τόσο νερό το βλέπουν μόνο σε όνειρο ή σε καμιά διαφημιστική αφίσα!», του λέω δαγκώνοντας το παγωτό εκνευρισμένος.
«Ρε συ, μην είσαι απόλυτος. Σαν κίνηση είναι σαν αλυσίδα προτροπής. Έστω και με τέτοιο απλοϊκό τρόπο ενημερώνεται ο κόσμος.», μου λέει καλοπροαίρετα, όπως πάντα.
«Ε ναι! Να μην ενημερωθεί το καταναλωτικό κοινό πόσο γλυκούλης και ψυχοπονιάρης είναι ο αγαπημένος του καλλιτέχνης; Δεν πειράζει όμως που όταν τελειώσει το καλοκαίρι οι απανταχού Διάσημοι γλυκούληδες και ψυχοπονιάρηδες θα έχουν κάνει την διαφήμιση και την προβολή τους. Ε ας κερδίσει το ίδρυμα κάποια χρήματα, για να πουν ότι κάτι έγινε.»
Ανασήκωσε τους ώμους του ελαφρώς προβληματισμένος.
«Όπως και να έχει, δεν μπορείς να καταδικάζεις όλη την κίνηση.»
«Όχι, μωρέ. Αλλά θα ήταν γαμάτο να δω έναν από αυτούς τους Διασημούληδες να εξηγεί σε έναν άστεγο, για παράδειγμα, που αυτή την στιγμή καίγεται από την ζέστη στο κέντρο της Νέας Υόρκης και που πιθανώς να μην έχει ούτε να νερό να πιει, το λόγο που ταυτόχρονα, κάπου κοντά του, αδειάζει κουβάδες και πέφτει σε πισίνες.»
Μου χαμογελά και μου κλείνει το μάτι.
«Με τον Απόλλωνα τι θα κάνεις;», με ρωτά πονηρά.
Βγάζω μία φωτογραφία το ξυλάκι που απέμεινε από το παγωτό και την στέλνω στον Απόλλωνα. Ο Διόνυσος με κοιτάζει απορημένος. Του δείχνω τη λεζάντα κάτω από την φωτογραφία.
«Αυτό να το βάλεις στα Απολλώνια παγωμένα σου οπίσθια, μπας και γίνεις επιτέλους παγωτό.»

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Πρώτη δημοσίευση στο www.iporta.gr

Ο Χάρος και η πλώρη

Πήγε και ο Διόνυσος διακοπές. Αυτό ήταν. Πήραμε τον πούλο. Βάρκα δουλειά, δουλειά βάρκα. Παλιότερα δεν με ενοχλούσε αυτό. Είχα ασπαστεί τον ρόλο μου και την σπουδαιότητα της εργασίας μου. Αλλά τους τελευταίους αιώνες έχω αρχίσει και εκνευρίζομαι που όλοι φεύγουν διακοπές εκτός από εμένα.
Κάθισα και άναψα ένα τσιγάρο στη πλώρη προχθές. Ήταν δύσκολη μέρα για μένα. Πιθανώς να κατάλαβες το γιατί. Κι αν δεν κατάλαβες, χέστηκα! Βρήκα ένα παλιό αντίτυπο του Thoreau που περιείχε το Walden και την Πολιτική Ανυπακοή κι άλλο ένα του Shakespeare με το Όνειρο Θερινής Νυκτός. Χασκογέλασα μέσα στο σκοτάδι. Αλήθεια, δεν ξέρω αν σου το έχω ξαναπεί, αλλά διαβάζω εξαιρετικά εύκολα χωρίς φως.
«Γιατί πρέπει να ζούμε με τόση βιασύνη, σπαταλώντας τη ζωή; Είμαστε αποφασισμένοι να πεθάνουμε της πείνας πριν καν πεινάσουμε.»
 Ο καπνός κατευθύνθηκε από τα ανύπαρκτα πνευμόνια μου στους σκοτεινούς αιθέρες. Ναι, σωστά. Παραγωγή του παππού Χάος. Εξαιρετική ποικιλία.
Βιασύνη. Ανυπομονησία. Όταν είσαι νέος, νιώθεις αθάνατος. Όταν γίνεσαι αθάνατος, αποζητάς να νιώσεις νέος. Κοιτάζω τα αστέρια που οι περισσότεροι τα ξεχνάτε μετά τους πρώτους έρωτες.
«Υπάρχουν τα αστέρια κι εκείνοι που μπορούν να τα διαβάσουν.»
Τα αστέρια πια «διαβάζονται» από αντιπρόσωπους του lifestyle. Τα αστέρια πια μεταμορφώνονται σε ανούσιες, τις περισσότερες φορές, προσωπικότητες και ανόητες μελλούμενες ιστορίες χαρτοριχτρών για νεαρά και μη κοριτσόπουλα, που αναζητούν λάθος αγάπες. Λάθος ζωές. Λάθος θανάτους. Άλλη μία τζούρα.
«Πήγα στα δάση γιατί επιθυμούσα να ζήσω με σκοπό …και όχι όταν έρθει η ώρα να πεθάνω, να ανακαλύψω ότι δεν έχω ζήσει.»
Ίσως η επανασύνδεση με τα απλά πράγματα να σε γιάτρευε. Η αποτοξίνωση από όσα, λανθασμένα, σε έχουν κάνει να πιστεύεις πως είναι σημαντικά. Το σκοτάδι σε τρομάζει ακόμα, επειδή δεν έχεις μάθει να περνάς χρόνο με τον εαυτό σου και τις σκέψεις σου. Μια διακοπή ρεύματος σου προκαλεί πανικό. Μετά την πρώτη ώρα της όμως, σαν να γαληνεύεις, αποδεχόμενος το αναπόφευκτο. Χαλαρώνεις, συζητάς. Μέχρι τη στιγμή που θα ανάψει ξανά ο υπολογιστής ή η τηλεόραση και βουτηχτείς πάλι στη διάσταση του εικονικού (;) σας κόσμου. Στην μοναξιά της ατομικότητας και του ναρκισσισμού. Δεν αντιλαμβάνεσαι την κρυφή ανεπάρκεια σου. Μάλλον δεν θέλεις να την συνειδητοποιήσεις.
Το σκοτάδι απελευθερώνει τις ψυχές. Το φως τις αναγκάζει να κρυφτούν. Οξύμωρο, έτσι δεν είναι; Επειδή δεν σε βλέπει κανείς είναι πιο εύκολο να φανερωθείς. Με τον παραμικρό ήχο, σαν τη χελώνα μαζεύεσαι πάλι στο σκληρό καβούκι σου κι ας είναι εύκολο να σε αναποδογυρίσουν. Διατηρείς την ψευδαίσθηση της ασφάλειας.
Σε θύμωσα, ε;
«Αν πειράξαμε κανέναν, οι ίσκιοι εμείς,
Για σκεφτείτε και διορθώνεται το πράγμα.
Εδώ πέρα εκοιμηθήκατε όλοι εσείς
Κι όνειρο ήταν οι οπτασίες σ’ αυτό το δράμα
Και σαν όνειρο, ασυνάρτητο, κουτό,
Τιποτένιο, μη μας βρίσετε γι’αυτό.
Συγχωράτε μας κι εμείς θα διορθωθούμε
Σας το τάζω εγώ, σαν τίμιος Χάρος οπού ‘μαι.
Κι αν η τύχη δε μας βοήθησε να δώσουμε
Κάτι απόψε που ν’αξίζει τον παρά,
Απ’τις γλώσσες τις φιδίσιες ας γλιτώσουμε
Και θα σας το πληρώσουμε ξανά
Βγάλτε αλλιώς τον Χάρο ψεύτη, το λοιπό,
Καληνύχτα αφήνω όλους σας εδώ.
Τόκα χέρια, αν είστε φίλοι, με χαρά
Θα σας φχαριστήσει ο Χάρος, άλλη φορά»

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Πρώτη δημοσίευση στο www.iporta.gr

Ο Χάρος και η άδεια Αθήνα

Δεν ξέρω για εσάς, αλλά την Αθήνα την αγαπούσα μέσα στην ερημιά του Αυγούστου. Γενικά όμως δεν μου αρέσει πια σαν πόλη. Δεν θεωρώ ότι είναι πλέον πόλη. Όχι έτσι όπως την καταντήσατε.
Περπατάμε μαζί με τον Διόνυσο στα καυτά από τη ζέστη πεζοδρόμια. Με την θνητή μας αμφίεση έχουμε λιώσει στη ζέστη. Στάζει ο ιδρώτας. Παλιά περνούσες κάτω από τα κτίρια στο κέντρο κι έκανες ντουζ. Τώρα πια, πέρα από την ερημιά του Αυγούστου, επικρατεί και η άλλη ερημιά… Η ερημιά των μαγαζιών ή των γραφείων που γράφουν πάνω τους «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» ή «ΠΩΛΕΙΤΑΙ». Η ερημιά εκείνων, που ανήμποροι να πάνε διακοπές, χαζεύουν την ανοιχτή τηλεόραση, στην καλή περίπτωση που μπορούν ακόμη να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Στην χειρότερη ψάχνουν τα συσσίτια. Ψάχνουν στα σκουπίδια.
Δεν είμαι καταθλιπτικός. Ξέρεις αυτές οι εικόνες υπάρχουν και χωρίς την ερημιά του Αυγούστου. Αυτές οι εικόνες είναι καθημερινές, μα αδυνατείς να το χωνέψεις κοιτάζοντας τα καλοκαιρινά status των φίλων σου στο facebook ή τα tweets τους. Βλέπεις γαλάζια νερά κι όχι τα βρωμόνερα. Βλέπεις βαρκούλες κι όχι σάπια χαρτόκουτα. Βλέπεις γελαστούς νεόπλουτους να βγάζουν τα ξύγκια και τα κωλομάγουλα και τα βυζιά τους στα αντίστοιχα νεόπλουτα διακοποστέκια. Δεν βλέπεις εκείνους που μένουν πίσω. Κανείς δεν θέλει να τους βλέπει. Ίσως επειδή το καλοκαίρι έχει ταυτιστεί με τη χαρά. Μα δεν σημαίνει ότι όλοι το χαίρονται. Υπάρχουν και αυτοί που δεν μπορούν να χαρούν.
Ο Διόνυσος με σκουντάει.
«Μην το κάνεις αυτό.», μου λέει σοβαρός.
«Τι κάνω δηλαδή;», προσπαθώ να τον αποπροσανατολίσω.
«Ταυτίζεσαι με τον Προμηθέα. Θυμάσαι τι έπαθε.», μου λέει ανάβοντας ένα τσιγάρο.
«Ναι. Αλλά τον βοήθησε ο Χείρωνας και απέκτησε ξανά την αθανασία του. Δράση και αντίδραση, Διόνυσε. Όταν δίνεις καλό, δεν γίνεται να σου επιστρέφεται μόνο κακό. Να το θυμάσαι αυτό.», του μουρμουρίζω σε αντίλογο.
«Δεν εννοώ αυτό που εννοείς, ρε συ! Ταυτίζεσαι με τον πόνο των άλλων κι ας το παίζεις Χάρος κοκαλιάρης και στ’ αρχίδια σου. Δεν είσαι στ’ αρχίδια σου.»
Ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Αν ξεκινήσει ένας μόνος να ταυτίζεται, κάποτε θα ακολουθήσουν κι άλλοι.», συνεχίζω το μουρμουρητό.
Καγχάζει.
«Α ρε Χαρούλη, ψυχοπονιάρη! Τόσοι αιώνες, ρε μαλάκα. Ακόμα πιστεύεις στις νεράιδες;»
«Χθες ήμουν με τις Ναϊάδες. Οπότε ναι, πιστεύω σε αυτές!», του λέω μουτρωμένος.
Απλώνει το χέρι του και αδέξια με αγκαλιάζει για δυο στιγμές.
«Καλά. Να πιστεύεις. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Το έμαθε μέχρι κι η Πανδώρα.»
Τον σκουντάω στα πλευρά με τον αγκώνα και μου ρίχνει κλωτσιά στον κώλο. Μια ζωή φίλοι. Έτσι τελειώνουμε κάθε αντίλογο. Παιδιάστικα. Όμορφα. Μα γιατί, γιατί δεν μπορείτε να κάνετε κι εσείς το ίδιο;

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Πρώτη δημοσίευση στο www.iporta.gr

Ο Χάρος και η καλεσμένη του πάρτι

Έμοιαζε σαν να μην ήξερε πού βρίσκεται. Όταν βλέπω λουσάτες γκόμενες, πάντα γουστάρω να κάνω εντυπωσιακή είσοδο μέσα από ατμούς κρατώντας τον Κέρβερο κοντά μου. Αν δεν είχε ήδη πεθάνει, θα της είχα προκαλέσει καρδιακή προσβολή.
«Ανέβα, θνητή.», της κάνω με βαριά μυστηριώδη φωνή και της δείχνω με το δρεπάνι την βάρκα.
Μπήγει μια κραυγή απόγνωσης.
«ΟΧΙΙΙΙΙΙ! ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ! ΕΙΧΑ ΚΛΕΙΣΕΙ ΤΡΑΠΕΖΙ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΕΙΡΑ!!! ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ!», στρίγκλισε και αναλύθηκε σε ένα κλάμα που θα ζήλευε και η καλύτερη τραγική ηθοποιός.
Μετά βίας κρατιόμουν να μη βάλω τα γέλια. Με τόση πίκρα που έχω φάει όμως με τους μαλακισμένους πολέμους σας, δεν μπορούσα να την αφήσω έτσι.
«Ποιο τραπέζι, θνητή;», συνεχίζω απτόητος.
«ΤΗΣ ΑΝΝΟΥΛΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΝΤΣΙΤΑ!!!», δώστου κλάμα αυτή.
Λες και μου έριξε το κανάτι της συγχωρεμένης της Βασιλειάδου κατακέφαλα.
«Για πόσα άτομα;», την ρωτώ.
«Για δέκα!!!», ωρύεται εκείνη.
Αφήνω το δρεπάνι στην άκρη. Βγάζω καπνό, στρίβω τσιγάρο και το ανάβω.
«Χρωστούσες στην εφορία;», την ρωτώ.
«Φυσικά. Όλη η υψηλή κοινωνία χρωστάει και στις τράπεζες επίσης.», μου απαντά με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
«Ζούσες δύσκολα;», συνεχίζω.
«Τι λες, ανόητε. Με offshore εταιρείες και κονέ στη βουλή είναι δυνατόν να ζω δύσκολα;»
«Διάολος!», φωνάζω στο κινητό μου, ενώ το ένα από τα τρία κεφάλια του Κέρβερου χασκογελάει.
«Τι είναι, μωρέ;», με ρωτάει το αφεντικό.
«Σου φέρνω μία πελάτισσα. Προσωπική χάρη. Έναν χρόνο στο “καλό” με τον Σίσυφο.», του λέω κοφτά.
«Αυτό είναι ρουσφέτι.», μου λέει σαρκαστικά.
«Αυτό είναι η δουλειά σου!», του απαντώ με τσαμπουκά.
«Καλά, Ρομπέν των Δασών.», χαμογελά και κλείνει.
«Στην Κόλαση θα πάω;», με ρωτά με αηδία.
«Ω ναι.», της λέω χαμογελώντας πλατιά.
«Μας έχεις άχτι εμάς τους πλούσιους, κομπλεξικέ Χάρε; Πάρε τον βρωμο-οβολό σου!», μου αντιγυρίζει εκείνη.
«Ναι, μωρή πατσαβούρα! Σας έχω άχτι! Αντί να δώσεις τα λεφτά να φάει κανένας άνθρωπος! Να πάει κανένας άρρωστος σε κανένα γιατρό! Τα δίνεις σε μία Τραγουδιάρα και σε μία ανδρόγυνη Περσόνα που θα βγάλουν ούτως ή άλλως λεφτά!», αρχίζω να της κουνάω το δρεπάνι εκνευρισμένος.
Εκείνη την στιγμή διακτινίζεται στο πλευρό μου ο Διόνυσος.
«Συγκρατήσου και κάνε τη δουλειά σου.», με πιάνει από τον αγκώνα.
«Άσε με, γιατί θα την πετάξω σε καμιά αίθουσα αναμονής να ακούει Μανιάτικα μοιρολόγια μέχρι την Δευτέρα Παρουσία!», της φωνάζω πάνω από τον ώμο του.
Εκείνη απτόητη σηκώνει τη μύτη της στο ταβάνι και γυρνά τη φτιασιδωμένη μούρη της από την αντίθετη πλευρά. Θα της χιμούσα να την ξεμαλλιάσω, αλλά με συγκράτησε ο Διόνυσος.
«Ρε μαλάκα, πέθανε! Άστην!», προσπαθεί να με καθησυχάσει.
«Μου γύρισε το μάτι ανάποδα, ρε! Είναι κι άλλοι εκεί πάνω! Τους αφήνουν ζωντανούς και μου στέλνουν ξυπόλητα γυναικόπαιδα, άρρωστους και γέρους! Το συνειδητοποιείς;;;», του φωνάζω.
Μου στρίβει ένα τσιγάρο και μου το χώνει στο στόμα. Το ανάβει και με βάζει να τραβήξω κουπί. Ούτε ταχύπλοο δεν θα έφτανε τόσο γρήγορα στην απέναντι όχθη. Την παράτησα σύξυλη. Χωρίς ενημέρωση. Χωρίς προειδοποίηση. Ο Διόνυσος έβαλε τα γέλια.
«Ρε συ, πεθαμένη είναι. Έλεος κι εσύ! Δεν αλλάζουν μυαλά, πάει και τελείωσε. Τι κοπανιέσαι σα χταπόδι; Την ζαχαρένια σου χαλάς!», μου λέει ανάλαφρα.
Καπνίζω μανιωδώς. Σκέφτομαι πόσο λογικός και πόσο παράλογος συνάμα μου ακούγεται. Μα αν δεν μπορώ εγώ να συγκρατούμαι, αθάνατος όντας και με τόση εμπειρία στο ανθρώπινο γένος, εσείς που είστε θνητοί και με την απειλή του καθημερινού θανάτου πάνω από τα κεφάλια σας, πώς μπορείτε και συγκρατείστε; Να μου συστήσετε και αυτά που πίνετε και αυτά που καπνίζετε.

Ο εκνευρισμένος αλλά παρόλα αυτά φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Πρώτη δημοσίευση στο www.iporta.gr

Ο Χάρος και η Αφροδίτη

Χτυπάει το κινητό μου. Ότι που είχα καθίσει να κάνω ρομαντζάδα καπνίζοντας τσιγάρο, ακούγοντας μουσική, πίνοντας ούζο και τρώγοντας κεφτεδάκια.
«Θέλω να με πάρεις!», ακούω την Αφροδίτη να δηλώνει με τη λάγνα φωνή της.
«Μετά από τόσους αιώνες, μωρή; Τώρα το θυμήθηκες;», της λέω γελώντας. Πάντα έτσι μιλάμε.
«Έλα, σαχλέ, να με πάρεις. Βαριέμαι να διακτινίζομαι.»
Δεν της χαλάς χατίρι της άτιμης. Πήγα να την πάρω από τον Όλυμπο. Μια θεογκόμενα είναι, όπως πάντα άλλωστε. Κάθε φορά μας κοιτούσαν περίεργα όταν βγαίναμε μαζί. Είμαι πιο ασχημούλης από τον Ήφαιστο και μπροστά στον Άρη είμαι μυγόχεσμα. Μα έχω χιούμορ ο μπαγάσας και της ανεβάζω το ηθικό. Καθόμαστε στη βάρκα με τα ούζα μας και γέρνει το υπέροχο, ξανθομάλλικο κεφάλι της στον ώμο μου.
«Μου λείπει ο Άδωνις.», μου λέει με έναν αναστεναγμό.
«Ο Γεωργιάδης; Πας καλά;», την πειράζω.
Στραβώνει το υπέροχο στόμα της και με σκουντάει στα πλευρά.
«Ο δικός μου ο Άδωνις, κοκαλιάρη! Ήμουν τόσο ερωτευμένη μαζί του.», μου λέει στεναχωρημένη. «Εσύ μου τον πήρες μακριά.»
«Α μπα; Τώρα εγώ θα πληρώσω τα γαμησιάτικα;», συνεχίζω να την πειράζω.
«Κανένας δεν είναι σαν εκείνον.», ψιθυρίζει θλιμμένα και συμπεραίνω ότι μάλλον έχει περίοδο.
«Αγάπη μου, γλυκιά. Μελαγχολείς και δεν σου ταιριάζει. Είσαι η θεά του Έρωτα, όχι της κατάθλιψης.»
«Με τον Ήφαιστο δεν ταιριάζουμε, μα με κάνει να νιώθω ασφαλής. Με τον Άρη κάνουμε υπέροχο σεξ, αλλά πάντα σκοτωνόμαστε. Με τον Άδωνι τα είχα όλα.», αναστενάζει ξανά και ακουμπά πάνω μου.
«Στο τέλος θα πηδήξεις κι εμένα, φιλενάδα! Όχι ότι θα μου κακοπέσει. Αλλά ας σοβαρευτώ. Με τον άντρα σου βαριέσαι. Με τον εραστή ξενερώνεις. Με τον Άδωνι όμως όλα ήταν αλλιώς. Αλλά όλα αυτά συμβαίνουν στο γλυκό σου κεφαλάκι, αγαπημένη μου φίλη. Δεν πρόλαβες να τον φθείρεις. Δεν πρόλαβες να τον απομυθοποιήσεις. Θα είναι πάντα ο τέλειος, αλλά χωρίς να είναι. Δεν ξέρω αν με πιάνεις.»
Με κοίταξε με τα υπέροχα μάτια της. Λίγο δακρυσμένη μου φάνηκε και με σόκαρε αυτό.
«Ξέρεις πόσες χιλιάδες χρόνια έχω να ερωτευτώ;»
«Πάντα ο χρόνος φαίνεται περισσότερος χωρίς έρωτα. Ξέρω κι εγώ που σου λέω. Μη με ακούς που κλαίγομαι. Είναι για να αυξάνονται τα retweets μου στο twitter. Όμως, καλή μου, ένα πυροτέχνημα ο Έρωτας. Παιδί σου είναι. Έπρεπε να τον ξέρεις καλύτερα. Μπορεί να γίνουμε αθάνατοι, αλλά ο Έρωτας διαρκεί μόνο όταν δεν προλάβεις να τον γδύσεις με τα μάτια της ρουτίνας. Ο Άδωνις είναι ο αιώνιος έφηβος κι εσύ παραμένεις η αιώνια ερωτευμένη μαζί του όσο τον θυμάσαι. Μα αυτό δεν σημαίνει ότι σίγουρα ήταν και ο τέλειος. Μπορεί όταν μεγάλωνε να ήθελε να αντιγράψει τον Δία και να πηγαίναμε όλοι τοίχο-τοίχο.», την πειράζω για να αλαφρύνει η καρδιά της.
Χασκογέλασε λίγο και χώθηκε στην αγκαλιά μου.
«Εμείς γιατί δεν μπορούμε να ερωτευτούμε μεταξύ μας;», με ρωτά. «Δεν θα ήταν ιδανικό να ερωτευτώ τον καλύτερο μου φίλο;»
«Εμείς έχουμε απομυθοποιηθεί μεταξύ μας αιώνες τώρα. Αφού και σεξ να πάμε να κάνουμε, θα αρχίζουμε να λέμε μαλακίες! Άσε δε που δεν έχω καμία όρεξη να γίνω ταχύπλοο για να γλιτώσω από τον μαλάκα τον Άρη και τον μουντρούχο τον Ήφαιστο!»
Βάλαμε τα γέλια κι αρχίσαμε να πειραζόμαστε. Οι Θεοί και οι Θεές αποσπούνται πιο εύκολα, μα ο πόνος τους είναι αληθινός. Πάντως όσοι αιώνες κι αν περάσουν ο Έρωτας, το τέκνο της Αφροδίτης, θα σας τυραννά Θεούς και θνητούς. Ε εμένα θα με γράφει λίγο στα παλιά του τα παπούτσια, γιατί του είχα δείρει τον γυμνό του πισινούλη όταν με πέτυχε με τα βέλη του και μου το κρατάει Μανιάτικο.
Να ερωτεύεστε, ρε αλάνια, κάνει καλό στο καρδιακό σύστημα!

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Πρώτη δημοσίευση στο www.iporta.gr

Ο Χάρος και ο Λάζαρος

Τον είδα που λέτε στην προβλήτα που έχω δέσει την βάρκα και περιμένω τους επιβάτες μου να επιβιβαστούν. Τον τελευταίο καιρό έχω πολλή δουλειά κι είμαι λίγο εκνευρισμένος μαζί σας.
Είχε το βλέμμα του ανθρώπου που ξέρεις ότι σε γνωρίζει, μα ταυτόχρονα ξέρει ότι κι εσύ τον γνωρίζεις. Τον πλησίασα διστακτικά. Όσο πλησίαζα, μου χαμογελούσε ακόμα πιο πλατιά. Σοκαρίστηκα όταν τον είδα από κοντά. Ο χρόνος δεν είχε περάσει από πάνω του. Μόνο τα ρούχα του ήταν διαφορετικά. Τούτης της εποχής.
«Πού είσαι, βρε Λάζαρε;», του λέω πηγαίνοντας κοντά του.
«Με ξέχασες.», μου λέει με ένα πλατύ χαμόγελο.
Δεν τον αγκαλιάζω, επειδή δεν είναι η ώρα του.
«Μη λες βλακείες, ρε. Αφού σε πήρα…», κολλάω. «…Δεν σε ξαναπήρα;», τον ρωτώ.
Κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.
«Γαμώ την γραφειοκρατία μου μέσα. Γιατί δεν ήρθες νωρίτερα;», τον ρωτώ.
Χαμογελά με σοφία και γλυκύτητα.
«Επειδή περνούσα καλά. Ξέρεις πολλούς ζωντανούς που περνούν καλά και θέλουν να πεθάνουν;»
«Ε όχι. Αλλά κι εσύ το παραξήλωσες.», τον πειράζω.
«Τώρα είμαι έτοιμος.», μου λέει αποφασιστικά λες και θα πάμε για καφέ.
Παίρνω τηλέφωνο τον Διάολο. Μου απαντά πως δεν τον έχει στη λίστα του. Παίρνω τηλέφωνο τον Θεό. Απορεί που ακόμα είναι ζωντανός. Ο Χριστός κάπου τρέχει και δεν έχει ιδέα. Τους έχω βάλει σε ανοιχτή ακρόαση όλους μαζί και τους κράζω.
«Ρε, πάτε καλά; Ο άνθρωπος θέλει να πεθάνει και δεν τον βρίσκετε στη λίστα;»
«Ε γιατί του κακόπεσε ο χρόνος που πέρασε; Μια χαρά τον βλέπω.», λέει ο Διάολος και μου το κλείνει στα μούτρα.
«Κι άλλοι άνθρωποι επιθυμούν να πεθάνουν κι είναι σε χειρότερη κατάσταση από τον φίλτατο Λάζαρο.», μου λέει ο Θεός και μου το κλείνει πιο ευγενικά.
Ο Λάζαρος με κοιτάζει χαμογελαστός που βρίζω Θεούς και Διαβόλους.
«Κάνανε τη δουλίτσα τους τα λαμόγια και τώρα μου το παίζουν θείτσες!»
«Ε μια ζωή οι από πάνω αυτό δεν κάνουν; Θα ήθελα να ξεκουραστώ πάντως. Με κούρασαν οι άνθρωποι.», μου λέει σκεπτικός.
«Τώρα μου γίνεσαι γλυκανάλατος. Γκρινιάζεις εσύ με 2.000 χρονάκια περίπου. Εγώ τι να πω; Καλοί είναι οι άνθρωποι, μωρέ. Απλώς υπάρχουν και μερικοί μαλάκες για να μας κάνουν να τους αντιπαθούμε.»
«Δεν σε πειράζουν οι πόλεμοι; Υποτίθεται ότι έχουν αναπτυχθεί πνευματικά και τεχνολογικά. Αντί αυτού σφάζονται ακόμα μεταξύ τους.», μου λέει θλιμμένος.
«Αν είχαν όντως αναπτυχθεί όπως λες, δεν θα σκοτώνονταν μεταξύ τους, Λαζαράκο μου. Τους δίνουν ένα μαγικό μαραφέτι ήτοι μια τηλεόραση, ένα κινητό, ένα βιντεοπαιχνίδι, έναν υπολογιστή, ένα ξεροκόμματο ουσιαστικά για να χαζέψουν και δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους. Δεν έχουν αναπτυχθεί. Τους έχουν γυρίσει πίσω. Μα τους αρέσει η πλάνη γιατί είναι ρομαντικά πλάσματα.
Ποια Γάζα και ποια τενεκεδούπολη μπορεί να τους ξυπνήσει όταν έχουν εκπαιδευτεί χρόνια να βλέπουν πολέμους και δυστυχίες μπροστά από την τηλεόραση τους τρώγοντας σαν ύαινες; Δεν θα έπρεπε να κουράζεσαι. Θα έπρεπε να τους λυπάσαι και να προσπαθείς να τους ξυπνήσεις. Όσο σε ξεχνούν ακόμη οι από πάνω, έχεις δύναμη.»
Με άκουγε σιωπηλός. Άρχισε σιγά σιγά να κουνά καταφατικά το κεφάλι του. Μου χαμογέλασε πλατιά, σήκωσε το χέρι σε αποχαιρετισμό και τον είδα να απομακρύνεται.
Δεν ξέρω αν θα μπει στη διαδικασία να σας ταρακουνήσει ή να σας γιατρέψει. Είναι όμως καλό παιδί ο Λάζαρος. Μα είναι άνθρωπος κι αυτός σαν κι εσάς. Ίσως να μην χρειάζεστε Θεούς και Διαβόλους για να σώσετε τους εαυτούς σας και τους συνανθρώπους σας. Ίσως να χρειάζεται να τους βρείτε μέσα σας, ώστε να μπορέσετε να τους βγάλετε και προς τα έξω σας.
Ό,τι κι αν συμβεί εγώ θα συνεχίσω να πιστεύω σε εσάς. Εξάλλου ανακαλύψατε τις τέχνες, τις επιστήμες, Διάολε (ε παράτα με, Αφεντικό!),  τα κεφτεδάκια, το ούζο και το παστίτσιο. Δεν μπορεί… κάτι καλό θα σας απέμεινε.

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Πρώτη δημοσίευση στο www.iporta.gr

Ο Χάρος και ο γάμος του καλύτερου του φίλου

Φαντάζομαι ότι κι εσείς αντιμετωπίζετε αυτό το διάστημα το φαινόμενο της παραλαβής προσκλητηρίων. Προσκλητήρια για βαφτίσια. Προσκλητήρια για γάμ…ους. Έτσι, λοιπόν, βρέθηκα στο πρώτο μυστήριο της σεζόν, προσκεκλημένος στο γάμο του καλύτερου μου φίλου και στο τραπέζι που ακολούθησε μετά.
Ντύθηκα όσο πιο κόσμια μπορούσα για μία τέτοια περίσταση. Έφτασα σε ένα παραθαλάσσιο ξωκλήσι, που ήταν στου Διαόλου τη μάνα (sorry, αφεντικό αλλά ξέρεις πού μένει η μάνα σου). Δεν ήξερα σχεδόν κανέναν. Τους γονείς του γαμπρού και τον γαμπρό. Περίμενε με το γνωστό ηλίθιο χαμόγελο αμηχανίας κι ένα  μπουκέτο λουλούδια στα χέρια. Φωτογραφίες, βίντεο, χαιρετούρες με συγγενείς που μπορεί να έβλεπε και για δεύτερη φορά στη ζωή του. Τον λυπήθηκα τον μπαγάσα. Με κοιτούσε κλεφτά που είχα αράξει σε ένα παγκάκι και κάπνιζα. Του χαμογέλασα και του έστριψα ένα. Το άναψα και του το πήγα κοντά. Τραβούσε τζούρες σαν δαιμονισμένος.
«Άμα το μετάνιωσες, έχω παρκάρει τη βάρκα εδώ δίπλα.», του λέω μισός σοβαρός, μισός αστειευόμενος.
Με κοιτάζει χαμογελώντας με ένα βοδινό βλέμμα. Η νικοτίνη ήταν το γιατρικό του. Με χτυπάει φιλικά στην πλάτη. Άντε δώσ’ του χαιρετούρες και φιλιά. Πήγα πιο πέρα. Γκομενάκια με φορέματα για απονομές Oscars. Θείτσες με ταγιεράκια και συρματένια μαλλιά. Μπαρμπάδες με κουστούμια και καγκελωτά μουστάκια. Επήλθε η τραγική συνειδητοποίηση: και το σόι του γαμπρού και το σόι της νύφης προέρχονται από την τιμημένη Ρούμελη. Τι σημαίνει αυτό; Θα καταλάβετε εντός ολίγου.
Φτάνει και η νυφούλα στα λευκά. Πού τα βρίσκετε, ρε κοπελούδες μου, αυτά τα νυφικά που δεν μπορείτε να τα περπατήσετε; Χειροκροτήματα λες και παρελαύνει εύζωνος. Πάντα μέσα μου, σχολιάζω σαν sportscaster. Μπαίνει η νύφη στη μεγάλη περιοχή, βρίσκει στο μάγουλο τον γαμπρό (ξενέρωτοι!) και γκοοοοολ μπαίνουν στην εκκλησία. Οι περισσότεροι έξω κάνουν τσιγάρο και κουτσομπολεύουν. Τι θαύματα της αγάπης μου τσαμπουνάτε! Η διαδικασία γνωστή, σαν να παρακολουθείς σειρά σε επανάληψη. Περνάς στο fast forward τα τριαλαλι λαλο του παπά και εστιάζεις στον χορό του Ησαΐα που έχει συνήθως τον χαβαλέ. Τι εννοείς, δεν επιτρέπεται να ρίχνεις ρύζι μέσα στην εκκλησία;;;;; Πάει, χάλασε το μοναδικό αξιοσημείωτο συμβάν. Βγαίνει το ζευγάρι από το ξωκλήσι και μας κοιτάζει απορημένο να κρατάμε τα ρύζια στο χέρι.
«Γιουρούσιιιιι!!!», φωνάζω και τους ρίχνω τον πρώτο λίθο …εεε ρύζι! Πρέπει να μάζεψαν αποθέματα μέχρι και για τα Χριστούγεννα.
Ακολουθεί η δεξίωση με πληροφορεί το προσκλητήριο. Ευτυχώς αυτό το βρήκα εύκολα. Γράφω τις ευχές μου στο βιβλίο ευχών. Παίρνω δύο ποτά, που δυστυχώς δεν περιλαμβάνουν αλκοόλ και κάθομαι στο τραπέζι. Μουσική ελαφρώς ό,τι να ‘ναι. Μα έχω καλή διάθεση και το απολαμβάνω. Έρχονται φιλικά ζευγάρια του γαμπρού. Από τη δουλειά. Οι γυναίκες πιο ευχάριστες και σε λίγη ώρα ανοίγονται και οι αρσενικοί. Καταφθάνει το ζευγάρι. Θριαμβευτική είσοδος. Τούρτες. Σαμπάνιες. Ο πρώτος χορός. Ήθελα να ήξερα τι συζητάνε την ώρα που χορεύουν! Κάθονται κι επιτέλους ώρα για φαΐ!
Σηκωνόμαστε. Παίρνουμε πιάτα. Γεμίζουμε και στρωνόμαστε στο φαγοπότι. Τζάμπα φαΐ, ρε σύντεκνε! Μη το σκαλίζεις σαν κότα! Ξαφνικά βλέπω το ζευγάρι, με κουμπάρους και γονείς όρθιους μπροστά από το τραπέζι. Με πιάνουν τα γέλια. Μοιάζουν σαν παιδιά σε σχολική εορτή που περιμένουν αμήχανα τη σειρά τους για να πουν το ποίημα τους. Ο DJ στην κοσμάρα του, παίζει χορευτικά ποπ κομμάτια. Συνεννοούνται κάποια στιγμή και ξεκινάνε τα… κλαρίνα! Είπαμε, τιμημένη Ρούμελη. Μετά από ένα χορό με το γαμπρό, βγαίνω για ένα τσιγάρο. Πετυχαίνω στην υποδοχή μαζεμένους μπαρμπάδες να παρακολουθούν ένα ποδοσφαιρικό ματς.
Ξαφνικά βγαίνει η νύφη με θειάδες στο κατόπι προσπαθώντας να της μαζέψουν το νυφικό επί ματαίω. Αντικρίζει τους μπαρμπάδες στην τηλεόραση και βάζει μια ιαχή με μπινελίκια. Ήταν από το δικό της σόι εξ’ ου και η άνεση των μπινελικίων. Τσακίζονται και επιστρέφουν στην αίθουσα του γλεντιού. Ενώ βάζουν παραμάνες κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο πάνω στο νυφικό. Μια ηλιοκαμένη τουρίστρια βγάζει φωτογραφίες την ήδη τσιτωμένη νύφη. Νιώθω τον βρασμό της κι απομακρύνομαι με ελαφριά πηδηματάκια. Η δόση του γλεντιού και της χαράς με οδηγούσε σιγά σιγά προς τον αλκοολισμό. Έτσι λοιπόν χαιρέτισα το σόι και το ζευγάρι και κινήθηκα προς την ηρωική μου επιστροφή στη δουλειά.
Κάνοντας ένα τσιγάρο πάνω στη βάρκα, έκανα μια ανασκόπηση της βραδιάς. Θεωρώ ότι ο καθένας είναι ελεύθερος να γιορτάσει όπως και όποτε γουστάρει τις προσωπικές του στιγμές. Το καθήκον των φίλων και των συγγενών είναι να βρίσκονται δίπλα τους σε ό,τι κι αν επιλέξουν να κάνουν. Η κριτική ανήκει σε εκείνους που ενώ το παίζουν φιλελεύθεροι κι όχι μικροαστοί, είναι απλά δέσμιοι των κόμπλεξ και της δήθεν ανωτερότητας. Φυσικά και η υπερβολή είναι ελαφρώς σοκαριστική κάποιες φορές. Μα η υπερβολή των συναισθημάτων υπάρχει πάντα και στις χαρές και στις λύπες.
Γι’ αυτό την επόμενη φορά που θα παραβρεθείτε σε κάποιο γάμο που σας φαίνεται υπερβολικός, σκεφτείτε μόνο την χαρά των φίλων σας κι όχι το τι θα θέλατε εσείς.

Και στα δικά σας!

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Πρώτη δημοσίευση στο www.iporta.gr

Ο Χάρος και ο Κέρβερος

Μερικές φορές ο θείος Freud μου λέει ότι πρέπει να σταματήσω να χρησιμοποιώ το χιούμορ ως άμυνα. Ότι πρέπει να αφήνομαι που και που. Ως απάντηση του στέλνω τον παππού Χάος να του πετάει σώβρακα και προφυλακτικά με νερό, για να με αφήνει στην ησυχία μου. Η καθημερινότητα όμως βρίσκει πάντα τον τρόπο της να σου πηδάει τις άμυνες.
Έχω σαν συνήθεια να ονομάζω κάθε τρικέφαλο κουτάβι που αποκτώ και με συντροφεύει ανά τους αιώνες Κέρβερο. (Ναι, θείε Freud, στήσε πάρτι και με αυτή την λεπτομέρεια!) Ο συγκεκριμένος Κέρβερος κι εγώ είμαστε μαζί πολλά χρόνια. Αρχικά τον είχε πάρει ο Άδης, αλλά επειδή παντρεύτηκε με την Περσεφόνη κι εκείνη δεν άντεχε το τρικέφαλο κουτάβι, το πήρα εγώ. Πήδαγε το κρεβάτι του, πήδαγε τα παιχνίδια του, έφαγε όλες τις γωνίες από τα έπιπλα, τα καλώδια από συσκευές... Μέχρι να μάθει να κατουράει έξω από την καμπίνα, μου είχε βγάλει την Παναγία (sorry κοπελιά! Άμυνα alert.). Μετά τον πήγα στον Άρη για εκπαίδευση. Κομάντο μου τον έκανε τον τρικέφαλο. Παρόλη την εκπαίδευση όμως, κατουριόταν ακόμα πάνω του όταν τον φώναζα για να κάνουμε χαρές, λες και ήταν ακόμα εκείνο το κουτάβι που χωρούσε στην αγκαλιά μου όταν το είχα φέρει για πρώτη φορά στη βάρκα.
Όταν είχε όρεξη για παιχνίδι ήταν ξεκάθαρο. Έσκυβε τα κεφάλια στα μπροστινά πόδια κι είχε τον κώλο τουρλωμένο με την ουρά να μαστιγώνει το σύμπαν. Ένιωθε το άγχος μου κι ερχόταν κι ακουμπούσε τις μουσούδες του στα πόδια μου όταν καθόμουν σκεπτικός. Ήταν και μεγάλο καθίκι όμως. Μια φορά τον άφησα μόνο του στη βάρκα, έξω από την καμπίνα, για να πάω βόλτα με τον Διόνυσο. Όταν γύρισα τον βρήκα μέσα στην καμπίνα με την ουρά στα σκέλια και τα τρία κεφάλια του στο πάτωμα. Τότε μου ήρθε στη μύτη η μυρωδιά. Το κωλοπαίδι, είχε ανέβει και είχε κατουρήσει το κρεβάτι μου από το πάπλωμα μέχρι το στρώμα. Πλένε, μαλάκα, Χάρε! Μου δάγκωνε τον κώλο όταν έκανα κουπί για να παίξουμε. Άπειρες βουτιές στα αθάνατα ποτάμια έχω κάνει χειμώνα-καλοκαίρι. Γαύγιζε σπανίως, αλλά όταν το έκανε, πάθαινες εγκεφαλικά από το μπάσο εκείνο γαύγισμα.
Προσέξατε τον παρελθοντικό χρόνο; Καλά κάνατε. Την προηγούμενη εβδομάδα λοιπόν, ο Κέρβερος αποφάσισε να μπει στη βάρκα μου για να κάνει το τελευταίο του ταξίδι. Γεράκος πια, με πρόβλημα καρδιάς, λίγο κουρασμένος, όχι μόνος του όμως. Μεγάλο πράμα να μην είσαι μόνος σου όταν ξεκινάς το τελευταίο σου ταξίδι. Έτσι λοιπόν, μπήκαμε παρέα στη βάρκα. Το επάγγελμα μου εκτός από τα καλά του, έχει και τα άσχημα του. Το να είσαι ένας απέθαντος βαρκάρης, έπεται πολλές φορές ότι θα αποχαιρετίσεις και αγαπημένα σου πρόσωπα.
Ποτέ τα χρόνια δεν περνούν γρήγορα. Διότι η καθημερινότητα σε κάνει να συνειδητοποιείς το πόσο έχεις αργήσει και όχι το πόσο έχεις προλάβει να ζήσεις. Πάντα όσο περνούν τα χρόνια θεωρούμε πρόσωπα και καταστάσεις δεδομένα εξαιτίας της καθημερινότητας ή της συνήθειας. Βλέπουμε αγαπημένους να μεγαλώνουν, ακόμα και τον εαυτό μας, αλλά δεν μπορούμε να διανοηθούμε την έννοια του χρόνου και την θνησιμότητα του, επειδή συνέχεια τρέχουμε.
Το καλό με τον θάνατο είναι ότι μας βάζει στην διαδικασία να επαναπροσδιορίζουμε καταστάσεις και προτεραιότητες. Το κακό με την ζωή είναι ότι μας κάνει συνέχεια να ξεχνιόμαστε και να αλλάζουμε ξανά την σειρά τους, είτε είμαστε θνητοί είτε αθάνατοι.
Γι’ αυτό μην ξεχνάτε να ζείτε. Να παίζετε. Να γελάτε. Να αγαπάτε. Να βλέπετε που και που τι κάνουν οι αγαπημένοι σας. Επειδή μια ζωή την έχετε κι αν δεν την γλεντήσετε, τι θα καταλάβετε; Τι θα καζαντζήσετε;

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Πρώτη δημοσίευση στο www.iporta.gr