Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Ο Χάρος και η καρπουζοχαρά

Έχω τα κάτω μου αυτές τις μέρες. Ο Διόνυσος ήρθε, με πήρε από το χέρι κι εγώ μουτρωμένος σαν πεντάχρονο τον άφησα να με διακτινίσει. Βρεθήκαμε στην Θεσσαλονίκη. Τον κοίταξα στραβά κι εκείνος μου έδειξε την παλάμη του, προειδοποιώντας με ότι δεν θα ανεχτεί άλλη γκρίνια.
Πήραμε από δυο μπύρες και καθίσαμε σε ένα πεζούλι στην νέα παραλία της Σαλόνικας. Απέναντι μας ένας χαμογελαστός, ψηλός κι αδύνατος τυπάς με καπελάκι και κιθάρα. Τον μπαγάσα, λες και είχε το χαμόγελο κολλημένο στο στόμα. Έψαξα για κανένα ψιλό και πήγα να του το αφήσω. Φόραγα το t-shirt με το δρεπάνι και μου έριξε ένα χαμόγελο φλασιά για ευχαριστώ, ξεκινώντας ένα κομμάτι για κάτι ρακές στο Μπαλί. Έχω πέσει κάτω και κοπανιέμαι από τα γέλια με τους στίχους. Αυτοσχεδίαζε κιόλας το τσογλάνι! Εκεί που έχουμε κάνει κεφάλι και μας διασκεδάζει για τα καλά, σταματά και μας λέει:
«Μάγκες, ώρα για ξεκούραση!», είπε και κάθισε παρέα μας στρίβοντας ένα τσιγάρο.
«Πώς σε λένε, ρε καρντάσι;», τον ρωτά χαμογελαστός ο Διόνυσος και του δίνει μια παγωμένη μπύρα.
«Joey, αδερφέ κι ευχαριστώ για το μπυρόνι. Εσύ ποιος είσαι;», ανάβει το τσιγάρο του χαμογελώντας πάντα.
«Εγώ είμαι ο Διόνυσος και το παλικάρι από δω ο Χάρος. Γιατί πήρες τους δρόμους, ρε Joey;», τον ρωτά κι ο δικός μου μέσα στη τρελή χαρά.
«Τους δρόμους τους πήρα για να μαζέψω ιστορίες και να τις διηγηθώ μέσα από τα τραγούδια μου!», κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα.
«Δηλαδή είσαι ένας του δρόμου;», γελάει ο Διόνυσος.
«Κάτι τέτοιο. Το παλικάρι από δω γιατί έχει τις μαύρες του;», με δείχνει με το βλέμμα.
«Δεν μπορεί να βρει γυναίκα, η μάνα του τον πρήζει, η δουλειά του …πεθαμένη. Καταλαβαίνεις.», περιγράφει το τσογλάνι το άλλο, αγνοώντας επιδεικτικά το δολοφονικό μου βλέμμα.
Αρπάζει τότες ο ψηλός την κιθάρα, σηκώνεται όρθιος και αρχίζει να μου τραγουδά:
«…Δε θέλω κλίκες, ούτε ίντριγκες και φρίκες,
δε θέλω να 'χω κάποιον να λέω αφεντικό.
Δε θέλω ειδήσεις, μα ούτε και λεφτά και κρίσεις
μονάχα ανατολές και δύσεις, να βλέπω όταν ξυπνώ…»
Μας μεταδίδει την χαρά του, όπως τα ξερόχορτα την πυρκαγιά. Έχουμε σηκωθεί σαν groupies και χορεύουμε με τα μπουκάλια της μπύρας, στο καγκελάκι πλάι στις «ομπρέλες». Ο κόσμος περπατά και γελά απολαμβάνοντας το κέφι του ψηλού και την ξεφτίλα τη δικιά μας ως καρικατούρες Μπολσόι. Σταματάμε λαχανιασμένοι. Νιώθω -θα τολμήσω να πω- χαρούμενος! Νταξ. Κάτι άλλο βάζουν στις μπύρες εδώ κι είμαι διατεθειμένος να το διασταυρώσω. Μου έρχεται ειδοποίηση για νέα παραλαβή μεταφοράς και αρχίζω μέσα μου τα καντήλια.
«Ψηλέ, εμείς πρέπει να την κάνουμε. Το παιδί από δω πρέπει να γυρίσει στη δουλειά.», με δείχνει με τον αντίχειρα ο Διόνυσος ενώ του σφίγγουμε το χέρι.
«Πού μπορούμε να σε ακούσουμε ξανά, ρε Joey;», του λέω ενώ με χτυπά φιλικά στην πλάτη.
«Αυτή την Κυριακή ελάτε στο Διώροφο, μάγκες! Ελπίζω να ρεπάρεις, ρε Χαρούλη! Διαφορετικά με καλό καιρό θα με βρίσκετε εδώ.», λέει και μας κουνάει φιλικά το χέρι σε αποχαιρετισμό.
Επιστρέφοντας στη βάρκα μου, ακόμα έχω κολλημένο εκείνο το χαμόγελο του πιτσιρικά στο πίσω μέρος του εγκεφάλου μου. Είναι παράξενο και συνάμα μαγικό το πώς ένας άγνωστος στο δρόμο μπορεί να σου σκορπίσει απλόχερα το δώρο της χαράς και της ανεμελιάς. Της καλοκαιρινής καρπουζοχαράς μέσα στο φθινόπωρο.
Αν πάτε ποτέ προς τη μαγική Σαλόνικα, περάστε με λιακάδα εκεί στο καγκελάκι στην νέα παραλία πλάι στις «ομπρέλες». Θα σας περιμένει ο Joey με την κιθάρα του την Μικρή να σας κάνει να μερακλώσετε και να χαμογελάσετε. Χαμογελώ κι εγώ καθώς θυμάμαι ένα από τα τραγούδια του και σας αφήνω με αυτό.

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.
https://www.youtube.com/watch?v=cSaLwhSUUVM

Πρώτη δημοσίευση στο www.iporta.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου