Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ

Σας γνωρίζω από την πρώτη στιγμή που ανοίξατε τα μάτια σας σε τούτον εδώ τον πλανήτη. Ο φόβος ήταν το πρώτο συναίσθημα που γνωρίσατε μόλις εγκαταλείψατε την μήτρα της μητέρας σας. Ο φόβος ήταν εκεί λίγο πριν πραγματοποιήσετε τα πρώτα σας βήματα δίχως την βοήθεια κάποιου. Σας είδα όμως να θριαμβεύετε. Να περπατάτε. Να τρέχετε. Να αγαπάτε. Να επιτυγχάνετε μικρά και μεγάλα θαύματα. Μόνοι σας.

Είναι δύσκολο να αποφασίζεις χωρίς να φοβάσαι. Μπορώ να το καταλάβω. Μα η ζωή σας δόθηκε για να την ζήσετε. Όχι για να φοβάστε. Σας παρακολουθώ όλες αυτές τις εβδομάδες. Νιώθετε μόνοι. Όπως τότε που βγήκατε από την μήτρα. Όπως λίγο πριν κατορθώσετε να κάνετε τα πρώτα σας βήματα. Φοβισμένοι για το παρόν. Φοβισμένοι για το μέλλον. 

Θα ήθελα να σταθείτε για λίγο μόνοι στην ησυχία της νύχτας. Μόνοι σας. Ποιος σας κρατά τώρα το χέρι; Κανείς. Ποιος θα σας κρατά το χέρι αύριο; Κανείς. Υπάρχουν μερικές ψευδαισθήσεις ασφάλειας. Αν δεν έχετε επιτύχει ποτέ μόνοι σας κάτι, είναι λυπηρό. Διότι ποτέ δεν θα μάθετε. Θα αναγκαστείτε. Τότε θα είναι διπλά επίπονο. Ο φόβος είναι ένστικτο. Πρωτόγονος. Για να μαθαίνετε να αποφεύγετε επικίνδυνες καταστάσεις όπως την φωτιά, τον γκρεμό ή τα σαρκοβόρα ζώα. 

Γνωρίζετε ποια είναι στις μέρες μας η φωτιά; Ποιος ο γκρεμός; Ποια τα σαρκοβόρα ζώα; Φοβάστε να ζήσετε. Φοβάστε να αγαπήσετε. Φοβάστε να δημιουργήσετε. Επειδή έτσι σας έμαθαν. Γιατί; Επειδή φοβούνται για το πόσο ικανοί είστε για να πραγματοποιήσετε μικρά και μεγάλα θαύματα. Επειδή τα σαρκοβόρα ζώα δεν είναι πια εκείνα που βλέπετε στην άγρια φύση ή στους ζωολογικούς κήπους. Είναι ανάμεσά σας. Τους γνωρίζετε. Πολλές φορές αφήνεστε στο να σας καθοδηγούν, να σας δώσουν δουλειά, να φάνε από το χέρι σας. Γιατί; Επειδή σας έχουν πείσει ότι εκείνοι μπορούν κι εσείς όχι. Κι εσείς το αποδεχτήκατε. Επειδή φοβάστε να αποφασίσετε μόνοι σας. Επειδή σας δείχνουν εικόνες καταστροφής του μετά. Δεν βλέπετε τις εικόνες καταστροφής του τώρα; Του χθες; Τις βλέπετε. Αλλά δεν μαθαίνετε από αυτές.

Όμορφα παραμύθια. Όμορφα ψέματα. 

Άσχημοι άνθρωποι. Πόσο σας έκαναν να ασχημύνετε τις τελευταίες εβδομάδες. Φοβάμαι για εσάς. Όχι μόνο για το πώς θα διαμορφώσετε το μέλλον σας, αλλά την ασχήμια που δείχνετε ο ένας στον άλλον. Θυμηθείτε το κακό που μπορείτε να κάνετε ο ένας στον άλλον. Αυτός είναι ο χειρότερος φόβος. Θυμηθείτε όμως και το καλό. Την αγάπη. Την αλληλοβοήθεια. Την φιλία.

Ότι κι αν αποφασίστε να είστε ειλικρινείς με τον εαυτό σας. Ότι κι αν αποφασίσετε κάντε το χωρίς τον φόβο των άλλων. Ότι κι αν αποφασίσετε να το κάνετε όλοι μαζί. 

Διότι όπως τραγούδησαν και οι PINK FLOYD:
TOGETHER WE STAND, DIVIDED WE FALL.


Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Ο Χάρος και το facebook

Ακούω την εξοργισμένη φωνή του Διόνυσου να με φωνάζει έξω από την βάρκα:

“ΠΑΡΕ ΤΟΝ ΚΟΚΑΛΙΑΡΙΚΟ ΚΩΛΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΒΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΑΡΚΑ ΤΩΡΑ!!!”

Βγάζω το κεφάλι μου από την μισάνοιχτη πόρτα και του φωνάζω:

“ΟΧΙ ΔΕΝ ΒΓΑΙΝΩ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΑΝΑΓΚΑΣΕΙΣ!”
“Γαμώτονπαλιμπαιδισμόσουμέσα!”, βρίζει μέσα στα δόντια του ενώ διακτινίζεται μέσα στη βάρκα μου.

Είμαι πάνω στο κρεβάτι μου αγκαλιά με μία πίτσα κι ένα redbull. Με αγριοκοιτάζει.

“Τι θα γίνει, ρε μαλάκα; Μια εβδομάδα κλείνεσαι και βλέπεις champions league και τελικούς μπάσκετ και… και…. Και τι σκατά, δηλαδή; Πάμε να πιούμε κανένα ποτό σε κανένα σκυλάδικο στην τελική, αφού θες να μου το παίξεις κάγκουρας!”
“Δεν έχω όρεξη. Θέλω να κάνω αποτοξίνωση.”, μουρμουρίζω μπουκώνοντας ένα κομμάτι πίτσας.
“Ρε με δουλεύεις; Τρως το καταπέτασμα και μου λες δεν έχεις όρεξη και κάνεις αποτοξίνωση;”
“Αποτοξίνωση από τους θνητούς θέλω να κάνω.”, του λέω παρακολουθώντας τον Σπανούλη.

Κλείνει την τηλεόραση. Με αρπάζει από το μπράτσο και διακτινιζόμαστε κάπου στα Εξάρχεια. Καφέδες παγωμένοι και τάβλι. Τους παρατηρώ όλους να κλεφτοκοιτάζουν τα κινητά τους ανά δεκάλεπτο και τσίκι τσίκι να γράφουν ή να χαμογελούν και μετά να συνεχίζουν το παιχνίδι τους.

“Τους βλέπεις; Λες και θα πάθουν τίποτα αν δεν κοιτάξουν το κινητό. 465 ειδοποιήσεις από το facebook κι άλλες τόσες σε twitter και instagram. Ποιος μου έκανε like, ποιος κοινοποίηση; Α δεν έγραψε σχόλιο κάτω από την ανάρτηση μου; Δεν μου κάνει like ο βλάκας στην τέλεια φωτογραφία με το μωρό και το σκυλάκι;;; Θα τον σκίσω στα reports!”
“Τι λες;”, με ρωτάει ο Διόνυσος ενώ κουνάει τα ζάρια παραπέμποντας τα λόγια μου με την παλινδρομική κίνηση του αυνανισμού.
“Αυτά σκέφτονται οι απανταχού facebookάδες, αγαπητό μου παιδί. Άσε που αν πιάσεις συζήτηση με καμία, νομίζει ότι είτε την γουστάρεις, είτε θες να της κάνεις καμάκι. Τα αρσενικά από την άλλη, μιλάνε μεταξύ αστείου και σοβαρού, μπας και ψαρώσουν κανένα γκομενάκι και πηδήξουν. ΤΑ ΝΕΥΡΑ ΜΟΥ! ΓΙΑ ΚΑΛΟ ΜΕ ΕΦΕΡΕΣ ΕΔΩ;;;”, πετάω δυνατά τα ζάρια και βρίσκονται το ένα μέσα στο ποτήρι με το νερό και το άλλο στον απέναντι ταβλαδόρο που κοιτάζει το κινητό του.
“Ρε αδερφέ, σιγά. Θα σου σκιστεί το πριτι κολάν.”, μου λέει δίνοντας μου το ζάρι.

Του χαμογελώ.

“Ποιο ακάου είσαι, ρε;”

Μου κλείνει το μάτι και χαμογελά πλατιά.

“Τι πας και μπλέκεις με το facebook; Θαρρείς και στο twitter δεν γίνονται αλλαξοκωλιές και κραξίματα; Απλά στο facebook ο κόσμος που τριγυρνά είναι πιο “πρωτόγονος” από το twitter.”

Παίρνω το ζάρι από το χέρι του.

“Κι αυτός, αγαπητέ μου, Διόνυσε, είναι ο ναρκισσιστής τουιτεράς που νομίζει ότι επειδή μπορεί με μία παπαριά tweet να κάνει 500 retweet και 500 favourite ότι είναι ανώτερος από τον μέσο facebookά.”, χαμογελώ στάζοντας φαρμάκι στον τουιτερά που μου δείχνει το μεσαίο δάχτυλο και συνεχίζει να κοιτάει το κινητό του.

Ο Διόνυσος βάζει τα γέλια.

“Έζησες λίγες περίεργες καταστάσεις στο φου μπου και άρχισες κιόλας τις διακρίσεις;”
“Όχι. Έζησα λίγες περίεργες καταστάσεις στο φου μπου κι επέλεξα να μην με ακολουθούν και στις πολλές περίεργες καταστάσεις της καθημερινότητας μου.”


Ο παρόλα αυτά φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Ο Χάρος και η θεωρία της ασχετοσύνης

Έχοντας τελειώσει τα δρομολόγια της ημέρας, νιώθω εντελώς ανίκανος να κάνω το οτιδήποτε. Σέρνοντας τα πόδια μου για να δέσω τη βάρκα στην προβλήτα ακούω ένα τσαχπίνικο βιολί να παίζει το “Hungarian dance No.5” του Brahms. Γυρνάω το κεφάλι και βλέπω τον Albert Einstein να με πλησιάζει παίζοντας το …βιολί του.

“Καλησπέρα, Albert! Πώς κι από δω;”, τον ρωτώ χαμογελώντας.

Συνεχίζοντας να παίζει και στριφογυρίζοντας στον ρυθμό της μουσικής έρχεται κοντά μου.

“Ήρθα για να κανονίσουμε τα γενέθλιά μας!”, χαμογέλασε πονηρά ανεβαίνοντας την σκάλα για την πλώρη της βάρκας μου παίζοντας μια σονάτα για βιολί του Mozart.
“Α.”, κάνω ξερά.

Άφησε το βιολί στην ξύλινη κασέλα με τα σωσίβια, κοιτάζοντάς με απορημένος για την πρωτοφανή έλλειψη ενθουσιασμού.

“Τι σου συμβαίνει;”

Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου.

“Νιώθω ένα βάρος από την προηγούμενη εβδομάδα.”
“Αχα!”, αναφωνεί θριαμβευτικά. “Ξέρω τι έχεις! Πάσχεις από τις παρενέργειες της θεωρίας της ασχετοσύνης!”

Τον κοιτάζω λοξά.

“Albert, πάλι πήγες από τον παππού Χάος;”
“Έλα κάτσε δίπλα μου.”, μου χτυπά το χέρι του στην κασέλα.

Απρόθυμος κάθομαι και τον κοιτάζω ερωτηματικά.

“Ας πούμε ότι αυτό εδώ…”, εμφανίζει ταχυδακτυλουργικά ένα ανθρωπάκι από πλαστελίνη, “είσαι εσύ. Κι αυτό –δείχνει την παλάμη του- είναι ο χώρος στον οποίο ζεις με το έμβιο ή πλέον μη έμβιο περιβάλλον του. Έτσι νιώθεις ξαφνικά κάτι τέτοιο.”, και με το χέρι του συνθλίβει το σκελετωμένο ανθρωπάκι σε μία αξιοθρήνητη επίπεδη μάζα από πλαστελίνη.
“Κάπως έτσι.”, μουρμουρίζω ισιώνοντας τους κάβους.
“Τι έχουν απογίνει τα όνειρα σου;”, με ρωτά παίζοντας το θέμα του Pinocchio του Walt Disney.
“Ο θείος Freud μου είπε να μην τα συζητάω με ξένους.”, χαμογελάω πονηρά.
“Μπαρούφες. Μάλλον τα καταχώνιασες γιατί η ασχετοσύνη του περιβάλλοντος σου δεν σε άφησε να τα πραγματοποιήσεις. Έτσι συμβαίνει συνήθως. Μέχρι να έρθει η κατάλληλη χρονική στιγμή!”, λάμπουν τα μάτια του.
“Σου έχω πει ότι είμαι ανεπίδεκτος μαθήσεως. Μην επιμένεις. Εξάλλου έχω δουλειά.”, του αντιγυρίζω.
“Ναι. Του θανατά.”, με κόβει σοβαρός. “Ούτε κι εσύ δεν το πιστεύεις αυτό που λες. Διαφορετικά γιατί στα κρυφά παίζεις μουσική για τους περαστικούς όταν τριγυρνάς στον θνητό κόσμο;”
“Γιατί είμαι ο Χάρος και μόνο στα κρυφά μπορώ να κάνω αυτό που μου αρέσει. Τι δεν καταλαβαίνεις;”, του λέω πνιχτά.

Ανασηκώνει τους ώμους του.

“Χαράς το πράμα. Εδώ έγινε διάσημος ο Mairilyn Manson!”, συνεχίζει ακάθεκτος.
“Υπονοείς κάτι για την εμφάνιση μου;”, τον κοιτάω στραβά.
“Ο κόσμος ενθουσιάζεται με το διαφορετικό. Ενθουσιάζεται δε περισσότερο όταν αντιλαμβάνεται ότι αυτό που κάνεις το αγαπάς. Αγάπα το λοιπόν και μη σε μέλλει.”, διασκευάζει το «τράβα μπρος» του Χατζιδάκι στο βιολί του.

Του χαμογελώ γιατί είναι ψυχούλα ο Albert. Πάντα αισιόδοξος και μερακλής. Απομακρύνεται ενώ ακόμα παίζει και τον ακούω από μακριά να φωνάζει:

“Τα λέμε απόψε στη βάρκα σου! Θα φέρουμε εδέσματα. Βάλε τα ποτά. Θα πω στον Tesla, στον Αρχιμήδη και στον Διόνυσο να φέρουν τούρτα! Θα παίξουμε και guitar heroes!”
“Θα το κάψουμε, κυρ Albert! Θα το κάψουμε.”, του φωνάζω και εκείνος γελά χαιρετώντας με το δοξάρι του.

Να αγαπάτε αυτό που κάνετε. Στο τέλος θα μείνουν οι στιγμές που ήσασταν πραγματικά ευτυχισμένοι με αυτούς και αυτά που αγαπάτε. Χρόνια μου πολλά και να με χαίρεστε!


Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Ο Χάρος και η κατσαρίδα

Ήμουν κουκουλωμένος με το πάπλωμα κι έβλεπα το τελευταίο επεισόδιο από το “The Vikings” τρώγοντας πίτσα, όταν μια έκρηξη διακτινισμού με έκανε να πεταχτώ στο ταβάνι πάνω στο καλύτερο σημείο του επεισοδίου.

“Τι θα γίνει, ρε μάνα;;; Τηλέφωνα δεν υπάρχουν;”
“ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΑΤΣΑΡΙΔΑ ΣΤΟ ΜΠΑΝΙΟ!”, ουρλιάζει όλο τρόμο με την ρόμπα και τα μπικουτί στο κεφάλι η μάνα μου.
“Ε και τι θέλεις; Να την πάω στο σαλόνι;”, της αντιγυρίζω πατώντας την παύση στο dvd player.
“Να έρθεις να την σκοτώσεις!”, απαίτησε με δάκρυα στα μάτια.
“Ρε μάνα, πάς καλά; Γιατί να σκοτώσω κατσαρίδα στον Κάτω Κόσμο; Ο μπαμπάς γιατί δεν την διώχνει; ”
“Έφυγε πρώτος ο χέστης! ΕΛΑ ΤΩΡΑ ΣΟΥ ΛΕΩ!!!”, τσίριξε η μάνα.

Τι να κάνω. Έβαλα τον πρόχειρο χιτώνα και διακτινιστίκαμε μαζί στο σπίτι της. Φτάνω στο μπάνιο και να σου η μικρή Τερέζα στην μπανιέρα να παίρνει το αφρόλουτρο της. Είμαι με την παντόφλα έτοιμη στο χέρι, όταν γυρνάει πανικόβλητη προς το μέρος μου και τσιρίζει σαν την Janet Leigh στη σκηνή του ντουζ από το Psycho.

“ΒΓΕΣ ΕΞΩ, ΑΛΗΤΗ!!!”, αναφωνεί πετώντας μου αφρόλουτρα, σφουγγάρια και πετσέτες.

Έχω μείνει άναυδος να τρώω στο κεφάλι και στο σώμα ό,τι αντικείμενο μου πετά η κατσαριδούλα, η μικρή Τερέζα που δεν πάτησε το τέζα. Τι ζω πάλι, ο μαύρος!

“Κοπελιά, δεύρο έξω. Έχεις κατασκηνώσει σε ξένο μπάνιο.”, της λέω αφού ανακτώ την ψυχραιμία μου.
“Α μπα! Και πού να πάω δηλαδή; Κατσαρίδα είμαι. Θέλω υγρασία και ζεστασιά.”, μου λέει σταυρώνοντας τις κεραίες της αμυντικά.
“Κανονικά έπρεπε να σε περάσω απέναντι με τη βάρκα μου. Πώς το έσκασες;”, την ρωτώ απορημένος.
“Γύρνα από την άλλη να ντυθώ και θα σου πω.”, με παρακαλεί.

Γυρνάω τα μάτια μου στο ταβάνι και της κάνω την χάρη.

“Λοιπόν; Πώς ξέφυγες από την βάρκα μου;”, την ρωτώ αυστηρός.
“Με βοήθησε ο παππούς Χάος.”, μουρμουρίζει κατεβάζοντας τις κεραίες της.

Ποιος άλλος… Τι να της είπε το στόμα του πάλι και τρομοκρατήθηκε το ζωντανό… εεε… το ψόφιο…. Τέλος πάντων!

“Καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να μείνεις εδώ, έτσι;”, της λέω με συμπάθεια. “Ότι κι αν σου είπε ο παππούς, το έκανε για να κάνει πλάκα στη μάνα μου. Τα συνηθίζει κάτι τέτοια.”
“Εννοείς ότι δεν υπάρχει δωμάτιο που θα με σκοτώνουν συνέχεια με παντόφλες και παπούτσια;”, με ρωτά με μάτια γεμάτα ελπίδα.
“Α μπα. Συνήθως μας αρέσει να βασανίζουμε τους θνητούς. Όχι τα ζώα. Αρκετά τραβάτε ζωντανά. Υπάρχει ρήτρα και από τους Θεούς και από τους Δαίμονες. Απλά συμμετέχετε καμιά φορά στα βασανιστήρια των θνητών. Ξέρεις. Καμιά πλουσιογκόμενα που δεν αντέχει την συνομοταξία σας. Αλλά εσείς δεν παθαίνετε τίποτα. Δεν το επιτρέπουμε.”
“Ω μα τι ρατσισμός! Να υπομένουμε τόσα βασανιστήρια επειδή μας θεωρούν απεχθείς. Άνθρωποι… Μόνο με σκυλάκια, γατάκια και μοσχαράκια συγκινούνται. Ενώ εμάς και τα κουνούπια μας σκοτώνουν δίχως δεύτερη σκέψη.”, κουνάει την κεραία της απαξιωτικά.
“Άκου να δεις. Επειδή θέλω να δω το επεισόδιο και βαριέμαι να σε πάω τώρα απέναντι. Δεν έρχεσαι στο δικό μου μπάνιο και σε περνάω αύριο στο σπα του Παραδείσου;”, της κλείνω το μάτι πονηρά.
“Υπάρχει στ’ αλήθεια τέτοιο μέρος;;;”, με ρωτάει χαμογελώντας.
“Ε τι; Ψέματα θα λέμε; Άντε πάμε γιατί είμαι πτώμα… εεε… κουρασμένος και θέλω να φάω.”

Κρύφτηκε πανευτυχής στην τσέπη του χιτώνα μου και διακτινιστίκαμε παρέα στη βάρκα μου. Είναι όμορφο, έως αναζωογονητικό, να βλέπεις την ελπίδα στα μάτια ακόμα και του πιο μικρού και ίσως αποκρουστικού πλάσματος για την ύπαρξη ενός τόπου γαλήνης κι ευτυχίας. Υπάρχει πάντα τόπος για έναν μικρό παράδεισο, ακόμα και για μία ταπεινή, μικρή κατσαριδούλα.


Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

ΥΣ. Καμία κατσαρίδα δεν κακοποιήθηκε ή θανατώθηκε για την δημιουργία αυτού του επεισοδίου.

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Ο Χάρος και η μέρα του Αγίου Απαυτούλη

Αφού επέζησα της γρίπης σας γράφω πλέον σώος και φρενοβλαβής. Ναι, καλά διαβάζετε: φ ρ ε ν ο β λ α β ή ς .

Είναι οι μέρες του χρόνου που αποφασίζω να διατηρώ χαμηλό προφίλ με φίλους και συγγενείς. Είναι οι μέρες του χρόνου που, τον τελευταίο αιώνα τουλάχιστον, έρχομαι σε δύσκολη θέση …για να μην βρίσω. Η μητέρα κι η γιαγιά μου υπενθυμίζουν ότι είμαι μπακούρης. Οι φίλοι μου προσπαθούν να μου κλείσουν ραντεβού δήθεν τυχαίων γνωριμιών και οι γνωστοί γλυκαναλατίζουν περί ρομαντικών συνευρέσεων με τα έτερα ήμισυ.

Ασφαλώς δεν είναι κακό να ερωτεύεσαι. Ούτε είναι κακό να κάνεις σαχλά και άχρηστα δωράκια (συγγνώμη αλλά τις περισσότερες φορές τα δωράκια και τα λουλούδια αυτής της «γιορτής» είναι παντελώς άχρηστα, εκτός κι αν έχουν σχέση με σεξ). Είναι εκνευριστικό να διαπομπεύεις τον έρωτα σου (βλέπε βαρύγδουπους όρκους στα social media και selfies σε καθημερινή βάση). Είναι εκνευριστικό να νομίζεις ότι διατυμπανίζοντας τον νιώθεις δικαιωμένος στο έτερον ήμισυ. Είναι αστείο να τρως υπό το φως των κεριών, όταν τα απεχθάνεσαι, να ακούς ρομαντική μουσική, όταν δεν θα την άκουγες στο σπίτι σου κι είναι τέλος πάντων μία ανόητη “απόδειξη” των συναισθημάτων σου. Τι δεν καταλαβαίνεις;

Κατά τον Διαφωτισμό στον ρομαντισμό, κυρίαρχο στοιχείο είναι το συναίσθημα αντί της λογικής. Συναίσθημα, όχι σοκολατάκια (καλά αυτό το αντιπαρέρχομαι γιατί τα τσακίζω), ρομαντικά ντινέρ σε εστιατόρια, άχρηστα δωράκια που τα καταχωνιάζεις για να μην νιώθεις αμηχανία. Δώσε ένα ξαφνικό παθιασμένο φιλί. Πάρε το έτερον ήμισυ από το χέρι και άντε μια βόλτα. Φτιάχτου το αγαπημένο του φαΐ, ρε κοπελιά! Τι να το κάνω το αρκουδάκι; Δεν είμαι τριών! Τι να το κάνω το λουλούδι; Είμαι και αλλεργικός. Γιατί να δω το 50 αποχρώσεις του Γκρέι; Δεν είμαι μεγιστάνας ανωμαλιάρης με διαταραγμένη νηπιακή ηλικία (εδώ οι απόψεις διίστανται) που ερωτεύεται φτωχούλα πλην τιμιούλα παρθενούλα και κάνουν παθιασμένο σεξ με βοηθήματα.

Ο Διόνυσος με κοιτάζει ενώ γράφω αυτά και μου κάνει την παλινδρομική χειρονομία του αυνανισμού. Του δίνω ένα μεγαλοπρεπές φάσκελο και με τα δύο χέρια και μου πετάει ένα κουτί προφυλακτικά.

“Σε καλή μου μεριά!”, του χαμογελώ σαρκαστικά βάζοντάς τα στη τσέπη μου.
“Τι σε καλή μεριά, ρε μαλάκα; Αχρησιμοποίητα θα λήξουν.”, μου αντιγυρίζει εκείνος.
“Μην ανησυχείς. Θα τα φουσκώσω στο πάρτι γενεθλίων σου.”, συνεχίζω ατάραχος.
“Ρε ερωτεύσου! Θα ξανανιώσεις!”, με καλοπιάνει.
“Όταν βρω το κουμπί του αυτόματου ερωτευσίματος θα σε ενημερώσω.”, σφουγγαρίζω τη βάρκα ανέμελος.

Διότι θέλει μεράκι ο έρωτας, καμάρια μου. Μεράκι, χιούμορ, ευρηματικότητα, σατανικές πεταλούδες που εισχωρούν στο στομάχι σου κι έναν κεραυνό που σε βαράει κατακούτελα ενώ εσύ περπατάς αμέριμνος.


Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Ο Χάρος και οι Κύριοι και οι Κυρίες του ΘΑ

Παλαιότερα η προεκλογική περίοδος με θύμωνε. Πομπώδης λόγοι σε μπαλκόνια. Μουσικοί πόλεμοι από τα εκλογικά κέντρα. Αριστερά το πασοκ με τα αγροτικά του Παπακωνσταντίνου, δεξιά η νδ με Σπανουδάκη και στη μέση το κκε με Φαραντούρη. Πονοκέφαλος. Γραφικότητα.

Μέχρι που …εκσυγχρονίστηκαν. Ανακάλυψαν τα social media. Έτσι λοιπόν θεώρησαν εμπνευσμένο να μας βομβαρδίζουν με φωτογραφίες από συγκεντρώσεις σε καφετέριες, bar, σπίτια και κίτρινα διαφημιστικά σποτάκια, φάκελους με επιστολές προς ψηφοφόρους, πεταμένα διαφημιστικά κομμάτων στους δρόμους. Τις τελευταίες εβδομάδες έχω απολαύσει να τρολλάρω τους πολιτικούς στο twitter. Δεν χρειάζεται να βρίσεις κάποιον για να τον προσβάλεις. Ειδικά όταν με τα γραφόμενα και τα λεγόμενα του, εμμέσως πλην σαφώς προσβάλει την νοημοσύνη και την αξιοπρέπεια σου. Ο πρώτος που μου απάντησε ήταν ο Πλεύρης. Έπειτα ο Μιχελάκης και στο τέλος μια «μικρούλα» η Κολτσίδα.

Είναι ανατριχιαστικά γελοίο που αυτοί οι άνθρωποι απαιτούν για μία ακόμη φορά την ψήφο μας, επιμένοντας σαν τρόφιμοι ψυχιατρείου ότι εκείνοι θα είναι οι …σωτήρες μας. Όχι διότι διαθέτουν ίσως το χιούμορ να απαντήσουν στον ταπεινό Χάρο Χάρου, αλλά χωρίς ουσιώδη επιχειρήματα και με μία ανόητη θεατρινίστικη πρόζα που δεν αρμόζει - κατ’ εμέ - σε πολιτικά πρόσωπα. Ακόμα και τα επιχειρήματα – λέμε τώρα - που διαθέτουν τα αναμασούν τα τελευταία 100 χρόνια, ή τόσα μου φαίνονται εμένα.


Τα διαφημιστικά σποτάκια τους παραπαίουν ανάμεσα στην γελοιότητα, τον χλευασμό, το χάος και τις απειλές. Κανείς δεν προβάλει το έργο του ή έστω το έργο που σκοπεύει να πραγματοποιήσει. Θα σταματήσει η δανειοδότηση! Θα σας πάρουν τα σπίτια! Θα πτωχεύσουμε! Θα πεινάσετε! 

Ποιος τους είπε ότι δεν έχουμε χάσει σπίτια; Ποιος τους είπε ότι επιχειρήσεις δεν έχουν πτωχεύσει; Ποιος τους είπε ότι δεν έχουμε πεινάσει; Τα έχουμε πάθει όλα αυτά, Κύριοι και Κυρίες του ΘΑ. Μα φαίνεται ότι όσες φορές και αν σας τα λέμε, εσείς δεν μας ακούτε. Πώς μπορούμε να εμπιστευτούμε κάποιους που δεν δίνουν σημασία ούτε σε αυτά που λέμε ή τις περισσότερες φορές ουρλιάζουμε;

Από την άλλη πλευρά είδα και τους ψηφοφόρους. Άλλοι συνειδητοποιημένοι. Άλλοι προβληματισμένοι. Άλλοι να υποστηρίζουν με σθένος και μένος πολλές φορές υποψηφίους, που δεν είναι καν προσφιλή τους πρόσωπα για να δώσω ένα ελαφρυντικό, βρε αδελφέ! Είμαστε αυτό που φαινόμαστε τελικά. Μια ουτοπική ταινία του συχωρεμένου του Σακελλάριου, με λίγη δόση ψυχασθένειας, μια εσάνς ρουσφετιού,  μια πρέζα εξέγερσης του καναπέ και soundtrack από ιταλική τσόντα της δεκαετίας του ’70.


Ναι, είμαι απαισιόδοξος, γιατί το κράτος μας είναι φτιαγμένο να ανακυκλώνει πρόσωπα και καταστάσεις. Ναι, είμαι απαισιόδοξος, όσο βλέπω νέους ανθρώπους να υποστηρίζουν τα διεφθαρμένα καθάρματα της πολιτικής που έχοντας κάνει περιουσίες, απαιτούν ξανά με θράσος την ψήφο τους για να σώσουν (;;;) την Ελλάδα.

Κι η Ελλάδα σαν την ξεχασμένη γκόμενα που την θυμούνται μόνο για καμιά ξεπέτα, έχει συνηθίσει να κοιμάται με το κινητό της στο μαξιλάρι, μπας και την θυμηθεί κάποιος από αγάπη κι όχι από καύλα.


Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.


Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Ο Χάρος είναι Charlie

Τους βλέπω στην προβλήτα απορημένους. Ξαφνικά οι οκτώ από αυτούς με κοιτάζουν ξαφνιασμένοι και αρχίζουν να γελάνε δυνατά. Τους πλησιάζω εκνευρισμένος. Να το παίξω ο κακός Χάρος ή ο καλός Χάρος; Μπορεί να έχουν πάθει μεταθανατικό σοκ. Μην τους αποπάρω κιόλας.
Έρχονται πιο κοντά και αγκαλιάζοντας με, αρχίζουν να γελούν με δάκρυα (;) πια στα μάτια. Τότε τους αναγνώρισα. Παγώνω.

“Τι έπαθε, καλέ, αυτός;”, ρωτάει ο Honoré γελώντας ακόμα τους συναδέλφους του.
“Φάντασμα είδε;”, συνεχίζει ο Wolinski.

Σταματούν και οι οκτώ. Κοιτάζονται μεταξύ τους και ξεσπούν σε πιο δυνατά γέλια.

“Να πάρει η ευχή! Δεν πρόλαβα να πάρω το παλτό μου.”, λέει ο Maris.
“Δεν νομίζω να το χρειαστείς πια.”, σκουπίζει τα μάτια του ο Tignous.

Σιωπηλός τους ανεβάζω πάνω στη βάρκα.

“Έχετε συνειδητοποιήσει το τι σας συνέβη;”, τους ρωτώ προσεκτικά.
“Ή είμαστε σε κώμα ή έχουμε πεθάνει.”, απαντά ο Cabu.
“Σε κόμμα;”, ρωτά η Cayat χαμογελώντας πονηρά.

Να ξανά τα γέλια. Τους χαμογελώ.

“Κι εσύ δηλαδή είσαι ο Χάρος;”, με ρωτά ο Ourrad.
“Μάλιστα, κύριε .”
“Τι γίνεται εκεί πάνω;”, με ρωτά βιαστικά ο Charbonnier.
“Πένθος. Συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε πολλές χώρες. Έσβησαν τα φώτα στον πύργο του Άιφελ. Και η Le Pen θέλει να επαναφέρει τη θανατική ποινή.”, τους λέω συνοπτικά κοιτάζοντας το κινητό μου.
“Να φανταστεί κανείς ότι όλοι μας είχαν «αδειάσει» εν ζωή. Τώρα η Le Pen θέλει να επαναφέρει τη θανατική ποινή εν ονόματι της ελευθερίας και της ελευθεροτυπίας;”, κουνάει το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.

Τότε αντικρίζουν για πρώτη φορά τους άλλους τρεις. Σταματούν τα γέλια. Τους πλησιάζουν και τους σφίγγουν τα χέρια. Κάθονται όλοι μαζί και συζητούν. Μετά γυρνούν και με κοιτούν. Νομίζω ότι ξέρω τι θέλουν να μου ζητήσουν.

“Φαντάζομαι ότι δεν μπορείς να μας γυρίσεις πίσω.”, λέει ο Charbonnier. 

Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά. Όταν οι υπόλοιποι δεν μας κοιτάζουν, βγάζω το κινητό μου και τον αφήνω για λίγο να επεξεργαστεί τα εξώφυλλα και τα νέα. Με κοιτάζει με μάτια που λάμπουν. Του κάνω νόημα να μην το δείξει στους υπόλοιπους. Όταν τελειώνει τον βλέπω σκεπτικό, αλλά πιο αποφασισμένο για την κατάσταση του.

“Το ξέρω ότι είναι δύσκολο να μην μπορείς να πεις ή να κάνεις κάτι.”, του ακουμπώ παρηγορητικά τον ώμο.

Κουνάει το κεφάλι του καταφατικά.

“Θα μπορέσω να δω το επόμενο τεύχος μαζί σου;”, με ρωτά με ελπίδα.
“Και το επόμενο και το μεθεπόμενο.”, του χαμογελώ.
“Ρε συ, καλός είσαι.”, με σκουντά χαμογελώντας.
“Ναι, αλλά ένα σκίτσο της προκοπής δεν μου είχατε κάνει!”, προσποιούμαι ότι του γκρινιάζω.

Γελά και με σκουντά με τον αγκώνα του.

“Θα μπορούμε να δουλεύουμε εδώ;”, με ρωτά ξαφνικά.

Του κλείνω το μάτι πονηρά. Πάει στους άλλους και τους ενημερώνει σχετικά. Σηκώνονται όλοι μαζί για να κατέβουν στον προορισμό τους. Τους κολλάω από ένα αυτοκόλλητο “Je suis Charlie”.

“Γίναμε trend!”, γελάει ο Cabu.
“Φαντάζεσαι τον Sarkozi να φορά ένα τέτοιο;”, ρωτά ο Wolinski τους άλλους.

Κουνούν (δήθεν) έντρομοι αρνητικά τα κεφάλια τους και με αποχαιρετούν σφίγγοντας μου το χέρι και σφυρίζοντας το “always look on the bright side of life”. 


Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.